Τελικά τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι «δαίμονας»; Ή μήπως γίνεται «σοσιαλδημοκράτης»; Ή τέλος πάντων «κανονικός»; Η συζήτηση για την πιθανή εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ πιστοποιεί την επικείμενη αλλαγή πολιτικής φάσης και αναδίνει άρωμα εκλογών.
Εχει δαιμονοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ; Πάντως όχι όσο αυτός έχει δαιμονοποιήσει τους αντιπάλους του. Πράγματι όμως, συχνά ο αντιπολιτευτικός λόγος, κυρίως ο προσκείμενος στη ΝΔ, δαιμονοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ με δύο τρόπους. Ο πρώτος παραδόξως τον ευνοεί. Του αναγνωρίζει τέτοια πολιτική και επικοινωνιακή υπεροχή, ώστε να τον θεωρεί ικανό να καταφέρει με κάποιο «κόλπο» να αντιστρέψει το εκλογικό παιχνίδι. Το γεγονός προκαλεί σπασμωδικότητα και ανασφάλεια στην αντιπολιτευτική τακτική. Η δεύτερη δαιμονοποίηση συνίσταται στις υπερβολές όσων βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κίνδυνο για τη δημοκρατία, κάτι σαν επικείμενο Μαδούρο. Αν όμως αφαιρέσουμε την υπερβολή, παύει να υπάρχει πρόβλημα; Ασφαλώς όχι. Η ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο ως «αγανακτισμένη» αντιπολίτευση όσο και ως εθνικολαϊκιστικό κυβερνητικό μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επέφερε μια σαφή υποβάθμιση της ποιότητας της ελληνικής δημοκρατίας, μια παροξυσμική πόλωση στα πολιτικά πράγματα και έναν αυριανιστικό ευτελισμό του δημόσιου λόγου. Τελευταίο κρούσμα, η ολοκληρωτικού πλέον τύπου απηνής δίωξη του κ. Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος εξελίσσεται σε έλληνα Ντρέιφους, κατά την εύστοχη παρομοίωση του Ηλία Κανέλλη. Οι ροπές αυτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τυχαίες, αλλά απόρροια του ιδεολογικού μείγματος που τον εξέθρεψε στη διάρκεια της κρίσης: περιφρόνηση στους θεσμούς λόγω λαϊκισμού, βουλησιαρχική αντίληψη της πολιτικής και πρόταξη του κόμματος έναντι του κράτους λόγω κομμουνιστικής παράδοσης.
Μήπως όμως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται «κανονικός», όπως μάλιστα ο ίδιος δηλώνει με το πρόσφατο διαφημιστικό σποτάκι του αρχηγού του; Εννοεί ότι έχει πάψει να είναι «αγανακτισμένος» και «ριζοσπαστικός» και ότι γίνεται ρεαλιστής, προσαρμόζεται στην «πραγματικότητα». Εν μέρει αυτό είναι προφανές. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2018 δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Η περιώνυμη kolotoumba έχει αποδιαρθρώσει την προηγούμενη αντιμνημονιακή του ταυτότητα. Σε αυτήν τη φάση, σκεπάζει το κενό με μια συνεχή πολωτική αντιπαράθεση με τη Δεξιά και τον νεοφιλελευθερισμό. Αυτός ο αντιδεξισμός ωστόσο είναι η ταυτότητα του αταύτιστου. Ενός φορέα που έχει πάψει να είναι ό,τι ήταν, αλλά δεν έχει πετύχει ακόμα να γίνει κάτι άλλο. Πόσω μάλλον που ο αντιδεξιός καταγγελτικός λόγος από μια κυβέρνηση που εφάρμοσε ομόθυμα όλα όσα η ίδια αποκαλεί «νεοφιλελευθερισμό», δύσκολα γίνεται πειστικός.
Σε ποια όμως «πραγματικότητα» προσαρμόζεται ο ΣΥΡΙΖΑ; Η σημερινή εξαιρετικά κρίσιμη φάση της ελληνικής κρίσης μπορεί να εντάσσεται σε τρία διαφορετικά μελλοντικά σενάρια –σε τρεις διαφορετικές πιθανές «πραγματικότητες». Ας τα τιτλοφορήσουμε: υποτροπή – στασιμότητα – εκτίναξη. Η Ελλάδα μπορεί να ξανακυλήσει σε μια νέα χρεοκοπία μέσω ενός συνδυασμού εσωτερικής και διεθνούς αστάθειας. Μπορεί να σέρνεται σε μια κατάσταση τελμάτωσης ή χαμηλής πτήσης που θα παγιώσει τη φτωχοποίηση και την παρακμή της. Μπορεί να εκτιναχθεί πετυχαίνοντας μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη λόγω της σημαντικής εσωτερικής υποτίμησης που έχει επέλθει, και κάποιων μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν από τα Μνημόνια και διασώθηκαν από τις κυβερνητικές φαλκιδεύσεις. Το τρίτο σενάριο, το βέλτιστο και επιθυμητό, είναι το περίφημο «ελατήριο» που ο κ. Τσίπρας επικαλέστηκε, αλλά δεν μπόρεσε να ενεργοποιήσει. Οχι τυχαία. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αλλάξει τόσο ώστε να καθοδηγήσει τη χώρα στον δρόμο της ταχείας ανάπτυξης. Γίνεται «κανονικός», αλλά η προσαρμογή και ο ρεαλισμός του φτάνουν ώς το δεύτερο σενάριο της στασιμότητας και της χαμηλής πτήσης. Γι’ αυτό η κυβερνητική του θητεία σημαδεύτηκε από δύο αποτυχίες που κόστισαν στη χώρα. Η πρώτη, η βαρουφακιάδα του 2015, ήταν τόσο κραυγαλέα που και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ την απέβαλε, χωρίς όμως να την αποκηρύξει. Η δεύτερη είναι έρπουσα αλλά εξίσου δραματική: η ύφεση και η αναιμική ανάπτυξη της τριετίας 2015-18, την ώρα που υπήρχαν όλες οι εσωτερικές αλλά κυρίως οι διεθνείς προϋποθέσεις εκτίναξης, όπως απέδειξαν οι άλλες χώρες των Μνημονίων. Αντ’ αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε και επέβαλε ένα αντιαναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής αφαίμαξης και αναδιανομής της φτώχειας με κομματικά κριτήρια. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, αλλά συνεπής απόληξη της φυσιογνωμίας του. Ηταν προϊόν συνέργειας του τρόπου διακυβέρνησης, της επιθυμίας του να εδραιωθεί ως καθεστώς, της λαϊκιστικής του φλέβας, της διγλωσσίας του και της παλαιοαριστερής ιδεολογικής προκατάληψης έναντι της επιχειρηματικότητας. Ετσι, η στασιμότητα της χώρας και η σημερινή φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ αλληλοτροφοδοτούνται σε έναν φαύλο κύκλο. Αν όλο το κομματικό σύστημα εγκλωβιστεί σε αυτόν τον κύκλο, τότε η χαμηλή πτήση της Ελλάδας θα παραταθεί επ’ αόριστον, γιατί το ίδιο το κομματικό σύστημα θα γίνει ο μεταφορέας του ιού του λαϊκισμού και του τέλματος. Υπό αυτή την έννοια, προέχουν η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και η λεγόμενη «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αναφέρεται σε εκλογική ήττα αλλά στη γενικότερη οπισθοχώρηση της αντιμνημονιακής κουλτούρας που παγίδευσε τη χώρα σε μια δεκαετή δραματική κρίση.
Για την κοινωνία και τους πολίτες δεν εκκρεμεί σήμερα ένα ιδεολογικό πρόβλημα, αλλά ένα πολιτικό – οικονομικό διακύβευμα ταχείας ανάπτυξης και εθνικής ανασυγκρότησης. Σε αυτό υποτάσσονται και από αυτό κρίνονται οι έννοιες της προόδου και της συντήρησης.
Ετσι, το φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ελλάδα δεν είναι το φάντασμα της σοσιαλδημοκρατίας. Οι εικασίες περί της πιθανής «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ενδιαφέρον στον χώρο των ιδεών και της διανόησης, μπορεί να ντύνουν με θεωρητικά ιμάτια τις κομματικές τακτικές στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, αλλά είναι ταυτόχρονα παραπλανητικές. Κατ’ αρχάς, γιατί ο όρος μπορεί να σημαίνει όλα και τίποτα. Πόσο δύσκολο μας είναι να φανταστούμε τον Τσίπρα να φιγουράρει με πλήρη δικαιώματα στην καθιερωμένη φωτογραφία των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και στην Ελλάδα να συνεχίζει την ίδια πολιτική; Η Ελλάδα είναι μια χώρα χωρίς σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Ομως, η σοσιαλδημοκρατία σήμερα προσδιορίζεται περισσότερο ως πολιτική παράδοση στις χώρες που ρίζωσε, παρά ως διακριτό πρόγραμμα που ενώνει σε μια ενιαία στρατηγική τα επιμέρους εθνικά κόμματα. Βρίσκεται άλλωστε σε φάση δραματικής οπισθοχώρησης, την οποία αρχίζουν να ακολουθούν και τα κεντροδεξιά κόμματα, με κίνδυνο οι επικείμενες ευρωεκλογές του 2019 να σημάνουν άλλο ένα κύμα ανόδου ποικίλων λαϊκισμών.
Οσοι ειλικρινώς προσδοκούν τη σοσιαλδημοκρατική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ εννοούν ουσιαστικά μια Κεντροαριστερά που θα συνδυάζει τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την κοινωνική μέριμνα, τον ορθολογισμό και τον φιλευρωπαϊσμό. Στην πραγματικότητα, προσβλέπουν στην αυτοκριτική αναθεώρηση και αποτίναξη των εγγενών εθνικολαϊκιστικών χαρακτηριστικών του ΣΥΡΙΖΑ. Προσδοκία ευγενής και εξέλιξη ευκταία υπό προϋποθέσεις. Εξέλιξη η οποία όμως είναι υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει στον εαυτό του και να την επιχειρήσει. Οι υπόλοιποι θα το πάρουμε είδηση γιατί θα πρέπει να το επιχειρήσει με ανοιχτή διαδικασία, αντιπαράθεση θέσεων και αλλαγή εσωκομματικών συσχετισμών.
Αυτό που δεν είναι αποδεκτό είναι να μετατραπούν η δημοκρατική παράταξη και το Κίνημα Αλλαγής σε εσωτερική συνιστώσα αυτής της διαδικασίας. Αντιθέτως, η σχέση είναι εξωτερική και ανταγωνιστική. Η αλλαγή των συσχετισμών στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς όπως και η έξοδος από την εποχή της στασιμότητας θα διαμορφώσουν ασφαλώς ένα νέο πλαίσιο για τις εσωτερικές ζυμώσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής

στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου