Εχουμε πλέον φτάσει στο παρά πέντε μιας συμφωνίας για ένα σταδιακό κλείσιμο της ονοματολογικής διαφοράς. Στο σημείο που βρισκόμαστε είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε το πραγματικό διακύβευμα για την Ελλάδα. Η διαιώνιση της διαφοράς δεν έκανε την Ελλάδα πιο ασφαλή, δεν προώθησε τα ελληνικά συμφέροντα, ούτε και διασφάλισε την ελληνική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας. Αντίθετα, η σκληρή αντιπαράθεση με την ΠΓΔΜ γιγάντωσε τον εθνικισμό στη γειτονική χώρα και έκανε το αφήγημα της σύνδεσής της με την αρχαιότητα από περιθωριακό φαινόμενο κεντρική κρατική πολιτική. Η Ελλάδα επιχείρησε να αποφύγει τη διεθνή μονοπώληση του όρου Μακεδονία από την ΠΓΔΜ και με την πολιτική της σχεδόν κατάφερε το ακριβώς αντίθετο. Στην πραγματικότητα, η διαιώνιση της ονοματολογικής διαφοράς συντέλεσε στην υπονόμευση του εθνικού συμφέροντος, παρά την πατριωτική ρητορική με την οποία ήταν και είναι περιβεβλημένη.
Δεν ήταν, προφανώς, ευθύνη μόνο της ελληνικής πλευράς η διαιώνιση της ονοματολογικής σύγκρουσης. Οι πολιτικές ηγεσίες της ΠΓΔΜ, ιδιαίτερα της περιόδου Γκρούεφσκι, έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Τώρα όμως είναι η κατάλληλη στιγμή να στραφούμε προς το μέλλον και να δούμε τη μεγάλη εικόνα του μακροπρόθεσμου συμφέροντος της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Στα Σκόπια υπάρχει σήμερα μια ειλικρινά μετριοπαθής και αντι-εθνικιστική κυβέρνηση. Ενδιαφέρεται πάνω απ’ όλα για την ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και για την οικονομικοκοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Εκφράζει τη νεολαία και δυναμικά στρώματα που αποστρέφονται τον εθνικισμό και την αρχαιολατρία του Γκρούεφσκι και επιζητούν την ευκαιρία να ακολουθήσουν το ευρωπαϊκό όραμα, σε συνεργασία με την Ελλάδα. Δεν βλέπουν το μέλλον τους ούτε με την Τουρκία του Ερντογάν, ούτε με τη Ρωσία του Πούτιν, αλλά με τις δημοκρατικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης.
Η Ελλάδα πρέπει να δει αυτή τη μεγάλη εικόνα της σταθεροποίησης και της δημοκρατικής ανάπτυξης και να αδράξει την ευκαιρία για μια λύση, τα οφέλη της οποίας μόνο σταδιακά θα αρχίσουν να γίνονται εμφανή. Το Σύνταγμα μιας νέας και ανώριμης Δημοκρατίας, όπως είναι η ΠΓΔΜ, μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τις πολιτικές ανάγκες. Αντίθετα, η διαδικασία ένταξης της ΠΓΔΜ και των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ αποτελούν τη μόνη πραγματική εξασφάλιση της Ελλάδας, τόσο μεσοπρόθεσμα για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων όσο και μακροπρόθεσμα για τον ανεπίστρεπτο ευρωπαϊκό μετασχηματισμό και την οικονομική ανάπτυξη όλης της περιοχής. Αυτό το περιβάλλον δημοκρατίας και συνεργασίας θα αποτελέσει τη μόνη εγγύηση για αμοιβαία επωφελείς σχέσεις. Αλλά για να φτάσουμε σε αυτή τη μελλοντική προοπτική χρειάζεται σήμερα να πάρουμε δύσκολες και γενναίες αποφάσεις.
Ο Γιάννης Αρμακόλας είναι επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας