Το τελευταίο διάστημα είμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης πίεσης από ευρωπαϊκούς θεσμικούς παράγοντες της οικογένειας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων για την ανάγκη συμπόρευσης της Κεντροαριστεράς με τη Ριζοσπαστική Αριστερά. Παλιότερα με τον Πιτέλα, πρόσφατα με τον Ούντο Μπούλμαν. Eπίσης υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το πώς θα πορευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το τέλος της πρωθυπουργικής «αυταπάτης». Τα αυτονόητα, δυστυχώς για τη δική μας χώρα, είναι ζητούμενα. Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες δεν αντιλαμβάνονται επαρκώς την ελληνική πραγματικότητα και ιδιαιτερότητα. Φυσικά μετά τη ρήξη της σοσιαλδημοκρατίας με την Κομμουνιστική Αριστερά, που μας πάει πίσω στην εποχή του Λένιν και του Μπερνστάιν, η σύγχρονη Αριστερά της Ευρώπης δομήθηκε με τις αξίες που και μια σειρά κινημάτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς υπερασπίζει. Λογικό κατά συνέπεια να αναζητούνται δρόμοι συνεννόησης στα δύο πολιτικά ρεύματα, αλλά τίποτα τέτοιο δεν είναι αυτονόητο και εύκολο. Στην ελληνική πραγματικότητα δύσκολα θα υπάρξει συνάντηση, και την αποκλειστική ευθύνη την έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στο λαϊκισμό και στη δημαγωγία για να ανέλθει στην εξουσία και περιπλανήθηκε σε λατινοαμερικανικές εκδοχές συγκρότησης της δημοκρατίας μας, δεν παύει να είναι μια προοδευτική ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη. Το εθνικολαϊκιστικό αφήγημα είναι υπαρκτό αλλά δεν θα είναι κυρίαρχο στον πολιτικό του λόγο. Κύρια εκφράζεται από τον κυβερνητικό του εταίρο, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία μας θυμίζει τι εστί Ακροδεξιά με κοστούμι στην πατρίδα μας.
Η συμπόρευση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εκπλήσσει αρνητικά Ελλάδα και Ευρώπη. Η εχθρότητα του ΣΥΡΙΖΑ σε θεσμικές λειτουργίες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας και η εργαλειοποίηση μια σειράς ζητημάτων όπως η συνταγματική αναθεώρηση, ο νόμος για την αυτοδιοίκηση, το εκλογικό σύστημα και το σπάσιμο των περιφερειών, η διαφθορά -βλέπε Novartis –κάνουν σαφές ότι το μόνο που επιδιώκει είναι η δημιουργία προβλημάτων στην αντιπολίτευση, και ιδιαίτερα στο Κίνημα Αλλαγής. Ολα αυτά δεν συνιστούν προσπάθειες σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ. Το Κίνημα Αλλαγής οφείλει, με υπευθυνότητα, να αντιμετωπίζει όλα αυτά τα ζητήματα, αναδεικνύοντας την υποκρισία και τον αμοραλισμό που πολλές φορές κρύβονται στις κυβερνητικές εξαγγελίες. Εκείνο που παίζει καθοριστικό ρόλο είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δημόσια στο επίπεδο κομματικών οργάνων –Κεντρική Επιτροπή, Πολιτική Γραμματεία, Συνέδριο –δεν άρθρωσε λόγο για συμπόρευση με τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Οι θέσεις ορισμένων στελεχών της ανανεωτικής πτέρυγας του παλαιού ΣΥΝ δε συνιστούν σοβαρές προσπάθειες και είναι αδύναμες να καθορίσουν θετικές διεργασίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, περισσότερο κυριαρχούν οι απόψεις της «αριστερής» καθαρότητας της τάσης των 53 ,που εξοβελίζουν την ελληνική και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία από τους πιθανούς συμμάχους. Η χαμένη τιμή της Αριστεράς δεν κατοικοεδρεύει στα σκαλοπάτια του Μαξίμου.
Φυσικά όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η ΝΔ αποτελεί στρατηγικό μας σύμμαχο για τη διακυβέρνηση της χώρας καθώς εξακολουθεί να παραμένει μια βαθιά συντηρητική δύναμη. Αποκτά όμως βαρύνουσα σημασία η προσπάθεια του 2015 που οδήγησε στη συνάντηση της Ανανεωτικής Αριστεράς, της ΔΗΜΑΡ, με τον κύριο εκπρόσωπο της σοσιαλδημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ.
Η αναγκαιότητα της ύπαρξης και ο σταθεροποιητικός ρόλος ενός μεγάλου και ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος στην πολιτική σκηνή της χώρας έχουν στοιχεία που άπτονται της πολιτικής επιβίωσης της πατρίδας μας στο σκληρό και ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της Ανανεωτικής Αριστεράς, της Πολιτικής Οικολογίας και του προοδευτικού Κέντρου που συγκροτούν σήμερα το Κίνημα Αλλαγής είναι η ελπίδα και το αύριο της χώρας.
Ο Γιώργος Μπουλμπασάκος είναι γραμματέας της ΔΗΜΑΡ και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Κινήματος Αλλαγής