Στις 21 Ιουλίου 1928, ενενήντα ακριβώς χρόνια πριν, ο Κώστας Καρυωτάκης παραγγέλνει βυσσινάδα σε ένα καφενείο στην Πρέβεζα, καπνίζει ένα τσιγάρο και στις 4.30 το απόγευμα, κάτω από έναν ευκάλυπτο, στρέφει το πιστόλι που έχει μαζί του στην καρδιά του και αυτοκτονεί. Είναι μόλις 32 ετών, αλλά όλα έχουν τελειώσει για τον ίδιο. Για την ιστορία, το περίστροφο είναι ένα Pieper Bayard των εννέα χιλιοστών και εκτίθεται από το 2003 στην Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου – Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη χάρη στην πρωτοβουλία του Άγγελου Δεληβοριά και την προθυμία της οικογένειας Καρυωτάκη να το παραχωρήσει.
Για το πνεύμα του ποιητή μέχρι και την εσχάτη ώρα μαρτυρεί το υστερόγραφό του στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα που έγραψε όταν κάπνιζε λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον ευκάλυπτο: «Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Αποστασιοποιημένη, ρεαλιστική και κάθε άλλο παρά θρηνητική ή μελοδραματική γλώσσα, ειρωνεία απέναντι στον επικείμενο θάνατο και κλίμα γενναίας απόγνωσης.
Το κλίμα αυτό είναι ολοφάνερο στην ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», που τυπώνεται έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Καρυωτάκη, αλλά δύσκολα θα το διακρίνουμε στα άλλα δύο ποιητικά του βιβλία, που είναι «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921).
Όταν ξεκινάει την πορεία του ο Καρυωτάκης (πρώτα νομικές σπουδές και δικηγορία, ύστερα προσπάθειες να μην πάει στον στρατό, παρά τη στρατολόγησή του, και κατόπιν εκδότης ενός σατιρικού φύλλου), η ατμόσφαιρα στα ποιήματά του δεν έχει ξεφύγει από την ατμόσφαιρα του λυρισμού και του νεοσυμβολισμού: χαμηλοί τόνοι, επίκληση της παιδικής αθωότητας, έντονη αίσθηση της μοναξιάς. Ο χρόνος παρόλα αυτά θα τρέξει, η πολυσυζητημένη σχέση με τη Μαρία Πολυδούρη θα οδηγηθεί σε ρήξη (η ίδια θα προσβληθεί γρήγορα από φυματίωση) και ο Καρυωτάκης θα αρχίσει βαθμιαία να αλλάζει, τόσο σε προσωπικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Μετά τον διορισμό του ως δημοσίου υπαλλήλου, ο Καρυωτάκης παίρνει την απόφαση να δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά και δεν διστάζει να καταγγείλει με ένα πύρινο άρθρο τις σκευωρίες της πολιτικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι η δυσμένεια και οι συνεχόμενες μεταθέσεις (έτσι θα καταλήξει στη Νομαρχία Πρεβέζης). Παράλληλα, τα πάντα στην Ελλάδα έχουν πάρει από καιρό φωτιά: Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με το μεγάλο κύμα προσφύγων που συνεπάγεται για τη χώρα, δικτατορία του Πάγκαλου και διόγκωση της ανεργίας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Ο δρόμος είναι πλέον ανοιχτός για να περάσει ο Καρυωτάκης στις ποιητικές μορφές που του επέτρεψαν να αφήσει το αποτύπωμά του σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα, φτάνοντας μέχρι και τις ημέρες μας. Η αγωγή του λυρισμού και του συμβολισμού θα δώσει τη θέση της όχι μόνο στον ρεαλισμό, αλλά και σε μιαν οξύτατη σάτιρα η οποία θα περιλάβει στους κόλπους της πλήθος στοιχείων: από την αποκαθήλωση του Κάλβου και των Δελφικών Γιορτών του Άγγελου Σικελιανού μέχρι τις παραλυτικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο Καρυωτάκης αμφισβητεί επιπλέον πολλές από τις ιδέες της εποχής του σχετικά με το εστί ποίηση αρνούμενος τον ρόλο της μεσσιανικής αποστολής του ποιητή. Το σπουδαιότερο όμως είναι άλλο: ότι συνταιριάζει με έναν μοναδικό τρόπο στον στίχο του το αίσθημα της ατομικής εγκατάλειψης και ερήμωσης (συνέβαλε τα μάλα σε αυτό και η σύφιλη, που του κόστισε πριν και πάνω απ’ όλα τον δεσμό του με την Πολυδούρη) με την οργή για τα έργα της πολιτικών και την καθημερινή δυστυχία της κοινωνίας.
Ποια είναι όμως η θέση την οποία κατέλαβε στην ποίηση ο Καρυωτάκης μετά την πιστολιά της Πρέβεζας; Η θερμή υποδοχή του από τους μεσοπολεμικούς κριτικούς (μεταξύ άλλων από τον Τέλλο Άγρα, τον Κλέωνα Παράσχο και τον Μήτσο Παπανικολάου) προσέκρουσε γρήγορα στην ιδεολογία της Γενιάς του 1930 η οποία τον θεωρούσε εκπρόσωπο της παρακμής και της ομφαλοσκόπησης: κάτι που οι διάδοχοι των ποιητών της δεκαετίας του 1920 επείγονταν να παραμερίσουν, προσβλέποντας σε μια τέχνη της υπέρβασης και της ανόρθωσης. Ήδη από τη Γενιά του 1930 πάντως, ο Καρυωτάκης θα ανοίξει τη δίοδο που θα διευκολύνει τη δεξίωσή του στο ποιητικό στερέωμα των επόμενων δεκαετιών. Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει χωρίς τον παραμικρό περιορισμό καρυωτακικά ποιήματα ενώ την αγάπη τους για τον αυτόχειρα της Πρέβεζας δεν κρύβουν υπερρεαλιστές όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Ανδρέας Εμπειρίκος (για τη μεταθανάτια ποιητική υποδοχή του ποιητή εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης», εκδόσεις Καστανιώτη, 2000).
Σήμερα ο Καρυωτάκης έχει διασφαλίσει τις δάφνες που εξαρχής του άξιζαν: ρηξικέλευθος πολιτικός παρατηρητής, κοινωνικά ευαίσθητος καλλιτέχνης, αλλά και ατομοκεντρικός και υπαρξιακός ποιητής, που βαδίζει στον 21ο αιώνα με τις αποσκευές του πλήρεις, ακόμα κι αν εκείνο το οποίο εξακολουθεί πρωτίστως να τον σημαδεύει είναι η δυναμική του ρήγματος και της ανατροπής. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τους σημαντικούς ποιητές;