Ο εισαγγελέας, διαβάσαμε, θα αναζητήσει ποινικές ευθύνες τυχόν «ηθικών αυτουργών» για την επίθεση κατά του Γιάννη Μπουτάρη. Είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν θα τους βρει μεταξύ των επισήμων κομμάτων: όλα καταδίκασαν απερίφραστα την επίθεση. Ταυτόχρονα, οι κυβερνώντες βρήκαν ευκαιρία να θυμίσουν φράσεις και πράξεις νεοδημοκρατών που εγκωμίαζαν ή ανέχονταν τη βία –και ακριβώς το ίδιο έγινε από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο: οι μεν κυβερνώντες αριστεροί καλλιεργούν την «κοινωνική-κινηματική» βία, οι δε αντιπολιτευόμενοι δεξιοί την «εθνική-πατριωτική» βία. Αλλά αν τα πράγματα ξεφύγουν, για να κρατηθούν τα προσχήματα, η μεν Δεξιά θα καταγγείλει ως «ναζιστική» τη βία που η ίδια καλλιεργούσε ώς τότε, η δε Αριστερά θα καταγγείλει τον δικό της καρπό ως «προβοκάτσια», έργο πρακτόρων του «μαύρου μετώπου» που προσπαθεί να την υπονομεύσει.
Βεβαίως, ο εισαγγελέας δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να συλλάβει υπουργούς που υποστηρίζουν «δικά μας παιδιά είναι» όταν τα ρουβικωνοειδή τα κάνουν γυαλιά καρφιά ή «πουλάνε προστασία» στα Εξάρχεια, ούτε δημάρχους που αναφωνούν «αυτή είναι η μοίρα των προδοτών» όταν τα φασιστοειδή δέρνουν τον Γιάννη Μπουτάρη. Αλλά εισαγγελείς και ένορκοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αποφυγή της βίας δεν αποτελεί θέμα αρχής για τα ελληνικά κόμματα. Στο πολιτικό συμβόλαιο των ελληνικών πολιτικών ελίτ δεν περιλαμβάνεται ο αποκλεισμός της βίας: όπως ο κ. Τσίπρας καταγγέλλει σήμερα τη ΝΔ ότι «ανοίγει τον δρόμο στη βία», έτσι προ δεκαετιών ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπαινισσόταν ότι το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πίσω από τη 17Ν. Για τούτο τόσοι πολλοί βουλευτές οπλοφορούν, για τούτο έχουν ανάγκη τόσο ισχυρής αστυνομικής παρουσίας. Στην πραγματικότητα δεν φοβούνται ούτε αγανακτισμένους ούτε πράκτορες ούτε παράφρονες ούτε τρομοκράτες –τους βουλευτές των διπλανών εδράνων φοβούνται. Ή απειλούν.