Το μέτρο του εθισμού μιας κοινωνίας στη βία δεν το δίνουν οι τραμπούκοι που χτυπάνε –πότε στα πανεπιστήμια και στις διαδηλώσεις και τώρα σε εκδηλώσεις μνήμης. Το δίνουν όλοι οι υπόλοιποι. Το δίνει η ανοχή, η αφασία, η ένταξη των επεισοδίων βίας στη σφαίρα του φυσιολογικού, η ταύτισή τους με απλά «συμβάντα» της καθημερινότητας. Το δίνει η συναισθηματική ουδετερότητα, η αισθητική αποδοχή, το δίνει το μη σοκ.
Οχι τώρα, πάντοτε. Η βία μοιάζει να σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη το 1963 με τη δολοφονία του Λαμπράκη. Ηταν η τελευταία πράξη συλλογικής καταδίκης. Αλλά η συλλογική καταδίκη δεν έδωσε τη θέση της μόνο στη συλλογική ανοχή. Την έδωσε και στην επιδοκιμασία –λιγότερο ή περισσότερο ηχηρή. Στην αντίληψη ότι τα θύματα της 17 Νοέμβρη «κάτι θα είχαν κάνει» για να τα δολοφονούν οι Κουφοντίνες, στις φωνές κάποιων «να καούν, να καούν» για τα θύματα της Μαρφίν, στις φωνές που δεν υψώθηκαν για να πνίξουν εκείνες των τεράτων.
Οχι εκείνη τη στιγμή, αλλά μετά. Η παθητικότητα απέναντι στην πιο αποτρόπαιη πράξη βίας των τελευταίων πολλών δεκαετιών ήταν αποκαλυπτική. Το «ώς εδώ» ήταν τόσο ισχνό που θα ήταν αδύνατο να ακουστεί και –πολύ περισσότερο –να εκφράσει το κοινωνικό σύνολο. Κι αφού δεν ακούστηκε τότε, δεν θα ακουστεί ούτε τώρα. Ακόμη χειρότερα, ακούστηκε πολύ γρήγορα το «καλά τού έκαναν». Ακούστηκε σχεδόν φυσιολογικά. Απέναντι στο μη σοκ, σε ένα κοινωνικό σώμα χωρίς αντισώματα και ανοσοποιητικό σύστημα, η βία θα βρίσκει πάντα τρόπους να διαπερνά λεκτικά τους πόρους του. Μέχρι τη στιγμή που ο λεκτικός φασισμός θα υψωθεί σαν γροθιά για να χύσει κι άλλο αίμα.