Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος στοιχειωμένος. Αν το κείμενο του τραγουδιστή Ζαχαρία Καρούνη προκαλεί μια βαθιά συγκίνηση, είναι γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε χωριό στην ύπαιθρη Ελλάδα και να μην έχει να αφηγηθεί μια αντίστοιχη ιστορία με τη «σπηλιά της Χρυσαϊδας». Να μην κουβαλάει στις αποσκευές του τη δική του «σπηλιά», τη συνδυασμένη με έναν άνθρωπο που, κανονικός Ή κατά Χριστόν σαλός, τον έχει στιγματίσει ώστε να την αναγνωρίζει ως την πρώτη προϋπόθεση για να θεωρεί τη ζωή του ένα γοητευτικά αξεδιάλυτο μυστήριο.

Δυτικά της κωμόπολης των Μολάων, εκεί όπου καταλήγει το βουνό της περιοχής, η Κουρκούλα, θα βρεις τα Διάσελα. Εκεί βρισκόταν το σπίτι του Μάρκου και τα χωράφια του. Αγροτόσπιτο έξω από το χωριό, πάνω στον δρόμο. Ενα παιδί είχε μόνο ο Μάρκος, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνα τα χρόνια. Ο Αντώνης ή Μαρκαντώνης για τους ντόπιους, μιας και ήταν γιος του Μάρκου, είχε βγάλει το σχολαρχείο αν και γιος αγρότη. Στα 25 παντρεύτηκε με συνοικέσιο τη Χρυσαΐδα. Τον περνούσε τρία – τέσσερα χρόνια. Ψηλή, γεροδεμένη, ρούσα (ξανθιά), γαλανομάτα. Αγράμματη. Του γέννησε 7 παιδιά. Το πρώτο το ‘χασε μωρό. «Η Παρασκευούλα μου πέθανε από δυσεντερία το κακόμοιτσο (κακόμοιρο)» έλεγε, συνοδεύοντας τη φράση της με έναν μακρόσυρτο βαθύ αναστεναγμό. Μετά βυθιζόταν για λίγο σε σκέψεις σιωπηρές αγναντεύοντας ψηλά απέναντι στο βουνό έναν επιβλητικό βράχο. Εκεί όπου εκατομμύρια χρόνια τώρα βρίσκεται η σπηλιά του βουνού.

Αγροτόσπιτο στην ερημιά, στα Διάσελα, με πρόβατα και χωράφια. Δεν τους έλειπε τίποτα. Οποιος είχε ζώα τότε καλοζούσε. Και ποιος δεν έφαγε σε κείνο το σπίτι. Η πόρτα στον δρόμο, με αποτέλεσμα οι περαστικοί να σταματάνε για καφέ, για δροσερό νερό απ’ τη στέρνα, για ένα κομμάτι τυρί. Η Χρυσαΐδα κάθε πρωί άφηνε στον πετρότοιχο μια τέστα (τενεκέ) με νερό και ένα ποτήρι «μήπως περάσει κανείς αποσταμένος και δεν βρει να πιει νερό να ξαποστάσει, ντροπή…».

Σηκωνόταν αχάραγα, έτρωγε καμιά δεκαριά ελιές, λίγο τυρί με ψωμί, ένα ποτήρι κρασί και τραβούσε για τις δουλειές. Πολλή δουλειά, αλλά το χαμόγελο δεν το στερούσε από κανέναν η Χρυσαΐδα, γελούσε δυνατά, τρανταχτά και μιλούσε με φωνή δυνατή όπως όταν μαύλαγε τα πρόβατα να κατέβουν από το βουνό για να τα ταΐσει. Κοπάδι κατέβαιναν τρέχοντας με θόρυβο από τροκάνια και ποδοβολητό, περνούσαν μπροστά από τη σπηλιά για να καταλήξουν στα χέρια της Χρυσαΐδας να φάνε και να πιούνε.

Το σπίτι του Αντώνη με τα 6 παιδιά βούιζε σαν μελίσσι. Φωνές παιδιών, ήχοι από πιάτα και μαχαιροπίρουνα, γέλια, τσακωμοί, γαυγίσματα, βελάσματα. Ολα τ’ άκουγε η Χρυσαΐδα αν τύχαινε να βόσκει τα πρόβατα στη σπηλιά. Ηταν το παρατηρητήριό της. Η σπηλιά μπορούσε ακόμα και τον παραμικρό ψίθυρο να τον παγιδεύει στα σπλάχνα της και να τον επιστρέφει στον αέρα μεγαλύτερο. Λέγανε πως οι σπηλιές είναι πύλες για τον άλλο κόσμο. Αν το θες πολύ και το ζητήσεις μπορείς να περάσεις αλλά μετά μη γυρέψεις γυρισμό. Πόρτα εξόδου δεν θα βρεις ποτέ. Κι αν ποτέ σε σπλαχνιστεί ο αφέντης του κάτω κόσμου και σου δώσει άδεια να βγεις στο φως, το τίμημα θα είναι η νέα σου ζωή να είναι μακριά από αυτούς που αγάπησες. Τη σεβόταν τη σπηλιά η Χρυσαΐδα, τη σιωπή της, το γεγονός ότι πολλοί σε καιρούς ανάγκης είχαν βρει καταφύγιο στα σπλάχνα της. Σαν τότε που κρύφτηκαν εκεί πολλοί από το διπλανό χωριό να σωθούν από τα γερμανικά αεροπλάνα. Λίγα χρόνια μετά ένας αντάρτης βρήκε καταφύγιο στο σκοτάδι της, πριν φύγει για το βουνό. Το πρωί η Χρυσαΐδα γέμιζε την μπροστοποδιά της με κριθάρι και μέσα έκρυβε λίγο τυρί και μια σφελίδα (φέτα) ψωμί. Ανηφόριζε προς τη σπηλιά τάχα για να ταΐσει της κότες και κάτω από μια πέτρα άφηνε το φαγητό. Δεν το έκανε από ιδεολογία, από αυτά δεν ήξερε, από ανθρωπιά το έκανε. Με τον ίδιο τρόπο έσωσε και τον Νικόλα, ξάδερφο του άντρα της. Κυνηγημένος κι αυτός, τον κρύψανε στο αμπέλι μέσα σε μια γούβα που σκάψανε και επάνω βάλανε κλαριά. Μέσα από τον λάκκο, σύριζα στον μαντρότοιχο του σπιτιού, ο Νικόλας έβλεπε ανάμεσα από τις πέτρες κάθε κίνηση στον καροτσόδρομο. Εκεί έβαζε και μια καρέκλα ο Αντώνης, έπινε τον καφέ του και συζητούσαν για να περνάει η ώρα. Αυτός στο φως και ο Νικόλας στο σκοτάδι της γούβας.

Από εκείνο το σπίτι δεν έφυγε ποτέ. Ακόμα και όταν ο Αντώνης πέθανε, αυτή με δυσκολία πήγαινε στο χωριό όπου έμεναν τα παιδιά της. Κάποια στιγμή την έπεισαν. Μάζεψε τα πράγματά της, έδεσε το μαύρο μαντίλι μαγουλίκι, να καλύπτει όλο το κεφάλι και το μισό πρόσωπο, σήκωσε το βλέμμα, είδε τη σπηλιά και τράβηξε με τον γιο της για το χωριό. Από τότε τα λόγια της λιγόστεψαν. Καθόταν στο μπαλκόνι αγναντεύοντας σιωπηλή. Γιαγιά, τι κάνεις; «Εδώ μοναχιά, παιδάκι μου» έλεγε και έβαζε τα ζαρωμένα χέρια της κάτω από τη μαύρη μπροστοποδιά. Αναστέναζε βαθιά καμιά φορά, κοιτώντας τα χέρια της που γίνονταν μέρα με τη μέρα ίδια με τα άγρια τοιχώματα της σπηλιάς στα Διάσελα. Σαν να επικοινωνούσαν αμίλητες πια κι οι δύο για χρόνια, πολλά χρόνια, 94 νομίζω. Καμία σημασία δεν έχουν τα χρόνια για τη σπηλιά. Μήπως όμως είχαν για τη Χρυσαΐδα; «Παναΐα μου, ούλος ο κόσμος και τα παιδιά μου και τα ‘γγόνια μου να ‘ναι καλά και μένα να με πάρει ο Θεός». Πύλες είναι οι σπηλιές για τον άλλο κόσμο, περνάς όταν το θες πολύ και η ίδια το ήθελε πια. Ηξερε πώς να της το ζητήσει, φίλες ήταν αχώριστες. Εκλεισε τα μάτια της και δεν ξαναμίλησε για επτά ημέρες. Τόσο φαίνεται πως ήθελε για να πάει με τα γέρικα πόδια της στα Διάσελα. Ολα μέσα στη σιωπή έγιναν. Την ήξεραν και οι δύο καλά τη σιωπή, εκεί που κρύβονται όλες οι φωνές του κόσμου. Ελυσε το μαύρο της μαντίλι και της έδειξε τα πέτρινα χέρια της με καμάρι. Είχε καταφέρει να κλέψει έναν από τους αιώνες της, κάτι από τη δική της γνώση. Χαμογέλασε. Μαζί της πια θα είναι όλα όσα θα συμβούν και όσα συνέβησαν πριν από αυτήν. Μεγάλο δώρο για μια αγράμματη… Εγινε πύλη η σπηλιά για τη Χρυσαΐδα. Το ήθελε πολύ κι ας μην έχει γυρισμό…