Για όσους έχουν μείνει επί 6 λεπτά και 39 δευτερόλεπτα αποκομμένοι απ’ τον υπόλοιπο κόσμο ακούγοντας το «Just say I love him» οποιαδήποτε βιογραφία της Νίνα Σιμόν είναι το flipside μιας εσωτερικής, απόκοσμης τελετουργίας. Οπως συμβαίνει με τις όλες τις μεγάλες ερμηνεύτριες που απέδωσαν τα γκόσπελ της ύπαρξης στο ένα τετραγωνικό που τους αναλογούσε –είτε στο στούντιο είτε πάνω στη σκηνή -, η Σιμόν αποτελεί ένα ακατάλυτο brand name, πέρα από ταξινομήσεις, «σχολές» και ετικέτες. Το κομμάτι που επιλέξαμε –και προφανώς ο καθένας έχει το δικό του –είναι ένας ψιθυριστός ύμνος της καθημερινής αγάπης που προδίδει μάλλον τις ρωγμές και όχι τις βεβαιότητες απ’ τις οποίες ξεπήδησε η αμερικανίδα ερμηνεύτρια.
Η αυτοβιογραφία της του 1991, με συνεπιμέλεια τότε του Στίβεν Κλίαρι, εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Σέλας (μετάφραση Γιάννης Περδικογιάννης), υπό τον τίτλο «Μαύρη ψυχή» (ο αγγλικός τίτλος «I put a spell on you» παραμένει δυσμετάφραστος) και συμπληρώνει μία ψηφίδα στο μεγάλο της πορτρέτο. Αν και λείπουν από αυτήν οι «διακλαδώσεις» με άλλους πρωταγωνιστές του κοσμικού ευαγγελίου στις δεκαετίες 1960 – 1980, η αφήγηση της παιδικής ηλικίας, η είσοδος στη νεοϋορκέζικη σκηνή και η συμμετοχή της Σιμόν στα κινήματα διεκδίκησης είναι κεφάλαια με ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Η εκκίνηση της αφήγησης είναι το παρελθόν της μητέρας Μέρι Κέιτ και του πατέρα της Τζον Ντιβάιν Γουέιμον. Και όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις ιστορίες, το αίμα των αφρικανών σκλάβων μπλέκεται με το ινδιάνικο, αλλά και με εκείνο των λευκών γαιοκτημόνων. Με προγιαγιά Ινδιάνα και παππού σκλάβο, η Σιμόν γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1933, την εποχή που οι γονείς της επιβίωναν από την πρόσφατη χρεοκοπία του οικογενειακού κουρείου. Ως το έκτο παιδί μιας οικογένειας μεθοδιστών, που «έσφιγγε το ζωνάρι» για να ορθοποδήσει:
«Γεννήθηκα στο σπίτι στις έξι η ώρα το πρωί. Στο πιστοποιητικό γέννησης ο μπαμπάς συμπλήρωσε σαν επάγγελμα “κουρέας”, παρότι δεν είχε κάνει αυτή τη δουλειά τα δύο τελευταία χρόνια. Η μαμά καταγράφηκε ως “νοικοκυρά”, παρόλο που εργαζόταν μέχρι τη βδομάδα που γεννήθηκα. Κρατούσαν πάντα την περηφάνια τους. Με βάφτισαν Γιούνις Κάθλιν Γουέιμον […] Ο,τι μνήμες έχω απ’ τον πρώτο καιρό της ζωής μου συνδέονται με το φαγητό και τη μουσική. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η μητέρα μου να τραγουδάει. Περιφερόταν στο σπίτι και τραγουδούσε όλη την ώρα με την ψιλή τρεμουλιαστή φωνή της. Ελεγε τα ίδια τραγούδια που τραγουδούσε στις συναντήσεις της εκκλησίας, κι έτσι αυτά έγιναν το σάουντρακ της νηπιακής μου ηλικίας: “Θα πετάξω μακριά”, “Αν προσεύχεσαι σωστά” ή “Ο παράδεισος μου ανήκει”. Οταν έψηνε, με έβαζε να κάθομαι πάνω στον πάγκο της κουζίνας, μου έδινε ένα άδειο βαζάκι να κόβω τη ζύμη για τα μπισκότα σε στρογγυλό σχήμα και όλη την ώρα τραγουδούσε. Στα μάτια μου φάνταζε σαν να έκανε θαύματα κάθε μέρα».
Στη μητέρα της η μικρή Γιούνις χρωστούσε την ανακάλυψη των γκόσπελ και της εκκλησιαστικής μουσικής, αλλά στην αγγλίδα δασκάλα της, Μιούριελ Μασίνοβιτς, την κλασική παιδεία του πιάνου, που δεν αποχωρίστηκε ποτέ στη διαδρομή της.
«Οταν παίζεις τη μουσική του Μπαχ, πρέπει να έχεις κατά νου ότι ήταν μαθηματικός και ότι όλες οι νότες που παίζεις έχουν λογική συνέπεια –βγάζουν νόημα. Φτάνουν πάντα σε μια κορύφωση, σαν τα κύματα του ωκεανού, που θεριεύουν ολοένα, μέχρι που εξελίσσονται σε τρικυμία. Κάθε νότα συνδέεται με την επόμενη, κάθε νότα πρέπει να παίζεται τέλεια γιατί αλλιώς χάνεται όλη η αίσθηση. Από τη στιγμή που κατανόησα τη μουσική του Μπαχ, δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά να γίνω πιανίστρια σε συναυλίες. Ο Μπαχ με έκανε ν’ αφιερώσω τη ζωή μου στη μουσική, και η κυρία Μασίνοβιτς με εισήγαγε στον κόσμο του».
Το Γυμνάσιο Θηλέων της Ασβιλ ήταν η φυσική συνέχεια αυτής της ανακάλυψης. Η Γιούνις έκανε φιλίες, έπαιρνε άριστα στα μαθήματα, αποφοίτησε ως αριστούχος το 1950 και κέρδισε μια υποτροφία για την περίφημη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης. Στο ενδιάμεσο έπρεπε να θρηνήσει τον πρώτο μεγάλο έρωτα που έχασε: τον Εντνι από τη γενέτειρά της, το Τράιον της Βόρειας Καρολίνας.
«Ολα αυτά τα χρόνια των χαμένων ευκαιριών υπήρχαν σ’ αυτήν τη φωτογραφία, εγώ ντυμένη στα μπλε, με τα μαλλιά μου σε αφέλειες, τόσο όμορφη, που δεν άντεχα να κοιτάζω τον εαυτό μου. Ολα αυτά τα χαμένα χρόνια. Εκείνη τη νύχτα κάθισα στο αυτοκίνητο και περίμενα όπως μου είχε πει, και η μητέρα του μού έφερε τη φωτογραφία. Είπε, “Δεν θα πω στον Εντνι ούτε στον παππού πού πήγε”. Κι εγώ είπα, “Αν είναι το τέλος, τότε σίγουρα την θέλω”. Μου την έδωσε απ’ το παράθυρο της λιμουζίνας κι έφυγα. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό μου στη φωτογραφία από τα πολλά δάκρυα. Θυμήθηκα το αγαπημένο τραγούδι του Εντνι, το “My Happiness”, και το τραγούδησα μέσα μου –“Οι σκιές του απόβραδου με γεμίζουν μελαγχολία, όταν μια κουραστική μέρα φτάνει στο τέλος της, πόσο καίγομαι να σε ξαναδώ, Ευτυχία μου”. Ηταν το τραγούδι μας».
Η απόρριψή της από το Ινστιτούτο Κέρτις στη Φιλαδέλφεια την οδηγεί στα ιδιωτικά μαθήματα που παραδίδει σε επίδοξους μουσικούς, αλλά και στα πρώτα πιανιστικά σόλο σε μπαρ του Ατλάντικ Σίτι –όπως το Μινττάουν Μπαρ –και της Φιλαδέλφειας. Η συνέχεια γράφεται με μια πρόσκληση του Σιντ Νέιθαν, ιδρυτή της Μπέθλεεμ Ρέκορντς της νέας Υόρκης:
«Μπήκα στο στούντιο και ηχογράφησα τα τραγούδια μου ακριβώς όπως τα έπαιζα πάντα, έτσι όταν ακούς το άλμπουμ της Μπέθλεεμ ακούς τα κομμάτια όπως τα έπαιζα στο Μινττάουν Μπαρ, με τη μόνη διαφορά ότι δεν ακούς τους αυτοσχεδιασμούς που έκανα γύρω από αυτά τα κομμάτια στις ζωντανές εμφανίσεις μου. Το “I Loves you, Porgy” ήταν το κομμάτι που τραγουδούσα για τον Τεντ. Το “For all we know” ήταν το κομμάτι με το οποίο έκλεινα τη βραδιά. Τα “You’ll never walk alone» και “He’s got the whole world in his hands” τα τραγουδούσα σ’ όλη μου τη ζωή και το “Plain gold ring” ήταν ένα τραγούδι που έμαθα από την αρπίστρια Κίτι Γουάιτ. Εκανα την ενορχήστρωση των “Little girl blue” και “Good king Wenceslas” ένα βράδυ στο Μινττάουν. Εμαθα το “He needs me” από την Πέγκι Λι. Το “African mailman” φτιάχτηκε επιτόπου, στο στούντιο, και ηχογραφήθηκε με τη μία. Το ίδιο και το “Central Park blues” το ονόμασα έτσι γιατί μόλις είχαμε βγει στο Σέντραλ Παρκ για να τραβήξουμε φωτογραφίες για το εξώφυλλο του άλμπουμ. Η όλη ηχογράφηση διάρκεσε δεκατέσσερις ώρες και το τελευταίο κομμάτι που κάναμε ήταν το “My baby just cares for me”, το οποίο το συμπεριέλαβα επειδή ο Σιντ ήθελε ένα ρυθμικό κομμάτι για το τέλος».
Το βάπτισμα του πυρός για το κοινό δίνεται στο κλαμπ Village Gate. Η Σιμόν συναντάει τους ανθρώπους που θα άλλαζαν το θέαμα στη μεγαλύτερη βιομηχανία του πλανήτη. Αλλά τότε ήταν άσημοι.
«Το Βίλατζ Γκέιτ ήταν το επίκεντρο της τζαζ. Η πολιτική είχε αναμειχθεί τόσο πολύ σε ό,τι συνέβαινε στο Γκέιτ, που το θυμάμαι τώρα σαν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, πολιτική και τζαζ. Κωμικοί όπως ο Ντικ Γκρέγκορι, ο Μπιλ Κόσμπι και ο Γούντι Αλεν άνοιγαν το πρόγραμμα για τους μουσικούς, και ήταν όλα μέρος του ίδιου πράγματος –η μουσική και η κωμωδία, η τζαζ και η πολιτική. Ομως ο κόσμος της τζαζ ήταν η μία μόνο πλευρά της ιστορίας γιατί στο Μπίτερ Εντ –ακριβώς απέναντι απ’ το Βίλατζ Γκέιτ –συναντούσες τον κόσμο της φολκ, που είχε διαφορετική προσέγγιση στη μουσική και μια στάση που δεν ήταν τόσο χαλαρή όπως αυτή των τύπων της τζαζ, αλλά που ήταν στη μόδα παρ’ όλα αυτά. Είχαν τα δικά τους ινδάλματα στην περιοχή, τύπους όπως η Τζόαν Μπαέζ, ο Τιμ Χάρντιν, οι Πίτερ, Πολ και Μαίρη, η Οντέτα κι εκείνος ο πολύ νεαρός τυπάκος που τραγουδούσε σατιρικούς στίχους στα διαλείμματα, ο Μπομπ Ντίλαν».
Μέχρι το 1960 η Νίνα Σιμόν –που επιλέγει αυτό το επώνυμο από μια ταινία με τη Σιμόν Σινιορέ –θα έχει γίνει εθνική σταρ. Παντρεμένη με τον αστυνομικό Αντι Στράουντ –ο οποίος την ξυλοκοπάει πριν από τον γάμο τους –θα αποκτήσει τη Λίζα Σελέστ και θα ασχοληθεί για πρώτη φορά με τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Για να αφήσει, όπως γράφει η ίδια, «τον εαυτό της» και να περάσει στον ακτιβισμό, θα χρειαστεί η φιλία με τη Λορέιν Χάνσμπερι, μαύρη συγγραφέα που έκανε επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ με το «Raising in the sun» το 1958:
Η «Μαύρη ψυχή» κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Σέλας, σε μετάφραση Γιάννη Περδικογιάννη