Οταν ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν αποσυρθεί από την πολιτική με τη λήξη της θητείας του, θα λαμβάνει μια ετήσια αποζημίωση της τάξης των 80.000 δολαρίων. Η περίπτωση του Ράιαν –και των δεκάδων άλλων μελών του Κογκρέσου που θα συνταξιοδοτηθούν φέτος –υπογραμμίζει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στα οικονομικά ευεργετήματα που απολαμβάνουν οι πολιτικοί και τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Εχοντας εξασφαλίσει τις γενναιόδωρες συντάξεις τους, πολιτικοί σαν τον Ράιαν υποστηρίζουν τη μείωση της φορολογίας. Την ίδια ώρα, όμως, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προβλέπει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα τριπλασιαστεί τα επόμενα τριάντα χρόνια από 2,9% του ΑΕΠ το 2017 στο 9,8% το 2047. Μεταξύ άλλων, η δημοσιονομική αυτή έκρηξη θα υπονομεύσει τη δυνατότητα της κυβέρνησης να επενδύσει στις υποδομές για τις μελλοντικές γενιές.
Για να αποκατασταθεί αυτή η αδικία, η κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα του ιδιωτικού τομέα και να συνδέσει τις επιδόσεις των πολιτικών με τη σύνταξή τους. Οπως οι μάνατζερ, έτσι και οι πολιτικοί που λαμβάνουν κακές αποφάσεις θα πρέπει να «τιμωρούνται» με χαμηλότερες συντάξεις. Η σύνταξη είναι μια μακροπρόθεση παροχή του κράτους –εν τέλει των φορολογουμένων. Εάν οι πολιτικοί αρχίζουν να παίρνουν σύνταξη στα 50 τους, όπως ο Ράιαν, αυτό σημαίνει ότι η σύνταξή τους είναι πιθανό να καταβάλλεται ακόμη και για σαράντα χρόνια. Θα ήταν δίκαιο επομένως θα συνδεθεί αυτή η μακροπρόθεση παροχή με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των πολιτικών που υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Τα αποτελέσματα αυτά θα πρέπει να μετρώνται με βάση διάφορους δείκτες, μεταξύ των οποίων είναι η ποιότητα της Εκπαίδευσης και του συστήματος Υγείας, αλλά και με βάση οικονομικούς δείκτες όπως είναι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ, η πληθωρισμός, η ανεργία και η εισοδηματική ανισότητα. Ενα τέτοιο σύστημα δεν θα δώσει μόνο κίνητρο στους πολιτικούς να κάνουν πιο έξυπνες επιλογές. Θα επιτρέψει και στους πολίτες να λαμβάνουν καλύτερες αποφάσεις σχετικά με το ποιος θα πρέπει να τους αντιπροσωπεύει.
Μια εκδοχή αυτού του συστήματος ισχύει ήδη στη Σιγκαπούρη. Εκεί οι υπουργοί παίρνουν μπόνους εάν η κυβέρνηση εκπληρώνει στόχους για την αύξηση του ΑΕΠ και των εισοδημάτων (όπου μετράται και ποιος είναι ο ρυθμός της αύξησης για το φτωχότερο 20%), καθώς και για την ανεργία. Ο στόχος βέβαια δεν είναι να μειωθούν τα εισοδήματα των πολιτικών. Είναι να διασφαλιστεί ότι αξίζουν αυτά που κερδίζουν. Με ετήσιο μισθό 1,63 εκατομμύρια δολάρια, ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης ή υψηλότερα αμοιβόμενος ηγέτης στον κόσμο παίρνει περισσότερα απ’ όσα οι ηγέτες της Γερμανίας (299.784 δολάρια), της Ιταλίας (131.608 δολάρια), της Ιαπωνίας (202.700) και της Βρετανίας (215.980) μαζί. Αλλά οι πολίτες της Σιγκαπούρης σπανίως διαμαρτύρονται για τους μισθούς των πολιτικών. Γιατί ξέρουν πως η χώρα τους διοικείται καλά και έχει προοπτικές για το μέλλον.
Η Νταμπίζα Μόγιο είναι οικονομολόγος, υψηλόβαθμο στέλεχος επιχειρήσεων και συγγραφέας