Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ουδέποτε ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά που κάνει ο Μάνος Ελευθερίου, αλλά πολύ περισσότερο δεν θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς τον Μάνο Ελευθερίου να ασκεί τα καθήκοντα ενός υπουργού (και τι υπουργού!). Κι ενώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο μπορεί να τον φανταστεί κανείς να γράφει ποιήματα ή ένα μυθιστόρημα, αντίθετα βλέποντας τον Μάνο Ελευθερίου στο βήμα της Βουλής, θα αισθανόταν ότι ζούμε «τα ύστερα του κόσμου». Οσο κι αν ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει πολλούς φίλους καλλιτέχνες κι ο Μάνος Ελευθερίου αρκετούς πολιτικούς, αισθάνεσαι τους δύο μαζί να μη συγκροτούν μόνο ένα αντιθετικό ζεύγος, αλλά να διαθέτουν τόσο πολιτισμό ώστε η διαφωνία τους να μην εμποδίζει τον καθένα τους να εκφραστεί στο μέγιστο της προσωπικής του ειλικρίνειας.
Θ.Ν. Κύριε Βενιζέλο, φταίω εγώ που η εμπλοκή σας με την πολιτική μού θυμίζει τον στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου «Τι γύρευες εσύ ένας Υδραίος στη Λάρισα»;
Ευάγγελος Βενιζέλος. Πρόκειται για μια εμπλοκή όπου το ένα φέρνει το άλλο. Ξεκίνησα ως φοιτητής όπως όλη η γενιά μου, να έχω μια ενεργό ανάμειξη στο φοιτητικό κίνημα. Πριν όμως τελειώσω το πανεπιστήμιο, ήδη από το 1977 δηλαδή, όταν σημειώθηκε η αποτυχία της Συμμαχίας των Προοδευτικών και Δημοκρατικών Δυνάμεων, αποφάσισα να αφοσιωθώ στις σπουδές μου. Πήρα το πτυχίο μου, πήγα στο εξωτερικό, έκανα τη διατριβή μου, προχώρησα στο πανεπιστήμιο, εργάστηκα ως δικηγόρος. Είχα βοηθήσει βέβαια στην πρώτη φάση το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, αλλά ως καθηγητής, όχι ως πολιτικός. Ενεπλάκην με την πολιτική λόγω του Ανδρέα Παπανδρέου και του «βρώμικου ’89», αν και πάλι αντιστάθηκα, δεν μετείχα στις εκλογές του ’89 και του ’90. Το ’93 όμως ήταν σχεδόν αυτονόητο ότι έπρεπε να είμαι στη Βουλή, ήταν η Βουλή της επανόδου του ΠΑΣΟΚ. Εγινα υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος στην τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και στη συνέχεια έμεινα στην πολιτική. Ηθελα να κάνω κάτι μέσα στο υπάρχον πολιτικό σύστημα με το ΠΑΣΟΚ, το «όλον ΠΑΣΟΚ», όπως λέγαμε τότε, ένα κόμμα πολυσυλλεκτικό και πλειοψηφικό, ένα κόμμα εξουσίας. Από το 2009 όμως, για δέκα σχεδόν χρόνια, είμαστε σ’ έναν αγώνα για να σωθεί ο τόπος. Αυτά τα δέκα χρόνια, που είναι ένα μεγάλο διάστημα, λειτουργούμε υπό πολεμικές συνθήκες, δεν έχουμε προλάβει ν’ αναπνεύσουμε. Προσωπικά το μόνο μου κριτήριο σ’ αυτή τη συνεχή προσπάθεια είναι να μην υποστεί μεγάλη βλάβη η χώρα. Ο περιορισμός της βλάβης ώστε να υπάρχει μια αφετηρία ανάκαμψης, η καλύτερη δυνατή. Αλλο είναι να ξεκινάς από το μείον 10 και άλλο από το συν 70. Το να χάσω δηλαδή το 30% του ΑΕΠ και του εισοδήματος και να κρατήσω το 70%, σε σχέση με το αντίστροφο, είναι μεγάλη επιτυχία. Κι αν δεν στεκόμασταν όρθιοι σε αυτό που κάναμε, δεν θα κρατούσαμε ούτε το 30%. Θα πηγαίναμε στο μείον, δηλαδή σε εμφύλιο πόλεμο, σε κατάσταση Κολομβίας.
Μάνος Ελευθερίου. Προσωπικά θα ήθελα να αναφερθώ στην ομιλία σας στη Βουλή, όταν συζητιόταν η υπόθεση Novartis, χωρίς μάλιστα να κρατάτε χειρόγραφο.
Ευ.Β. Υπάρχει η παράδοση στη Βουλή το να μην έχεις χειρόγραφο. Επιτρεπόταν μόνο στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Υπήρχε και σχετική διάταξη στον Κανονισμό της Βουλής.
Μ.Ε. Τα είπατε απέξω, με εξαίσια ελληνικά, δεν φύγατε ούτε κατά κεραία από το κύριο θέμα. Εμοιαζε να σας κυνηγάει το θέμα. Αυτός ο λόγος υπάρχει, κρατάτε αρχείο;
Ευ.Β. Κρατώ. Δεν έχω πολύ καλά τακτοποιημένο αρχείο, αλλά είναι πλούσιο. Αν και δεν κρατώ περιττά πράγματα, με το να έχω διευθύνει πολλά υπουργεία και να έχω διατελέσει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, εκ των πραγμάτων το αρχείο γίνεται αρκετά πολύπλοκο. Αν τώρα προσθέσετε τις πάρα πολλές ομιλίες και τις πάρα πολλές δημοσιεύσεις ή τις διαπραγματεύσεις για πολύ δύσκολα θέματα, όπως για παράδειγμα η οικονομική κρίση, ή τέλος το αρχείο όσον αφορά το επιστημονικό μου έργο, καταλαβαίνετε τι κυκεώνας δημιουργείται, παρά το γεγονός ότι κάθε άλλο παρά πληθωριστική είναι η τάση μου.
Μ.Ε. Ομως, στα πράγματα που αποκλείετε ως περιττά, ο μελλοντικός ερευνητής μπορεί να έβρισκε μια λεπτομέρεια που θα έκανε να λάμψει μια αλήθεια.
Ευ.Β. Εχετε δίκιο. Εμείς όμως οι πολιτικοί δεν κινούμαστε με την αίσθηση της υστεροφημίας ή με τη συνείδηση της ιστορίας, στον βαθμό τουλάχιστον που θα έπρεπε, γιατί είμαστε αιχμάλωτοι μιας συγκυρίας η οποία εξελίσσεται διαρκώς. Χρειάζεται να γίνει μια τομή στον τρόπο που σκέφτεσαι ώστε να ανυψωθείς από το επίπεδο της κυλιόμενης συγκυρίας στο επίπεδο της ιστορίας. Επειδή όμως αυτό φαίνεται λίγο αλαζονικό, προσπαθείς να το αποφύγεις, διαφορετικά μπορεί να φτάσεις στο σημείο να ακούς φωνές, όπως άκουγε η Ζαν ντ’ Αρκ.
Μ.Ε. Απαντήσατε κατά κάποιον τρόπο στην επόμενη ερώτηση που θα ήθελα να σας κάνω. Οτι ένας ποιητής ανεξαρτήτως αξίας, έχει πάντα, όπως είναι της μόδας να λέμε τώρα, στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι ανήκει στις επόμενες γενιές και ότι γράφει για τις γενιές αυτές.
Ευ.Β. Με τον καθένα που γράφει συμβαίνει αυτό, εκτός κι αν πρόκειται για μια γραφή που ο Γιώργος Σαββίδης την είχε χαρακτηρίσει ως «εφήμερον σπέρμα». Είχε επιλέξει αυτόν τον τίτλο για μια συλλογή κειμένων του.
Μ.Ε. Στην πραγματικότητα το «εφήμερον σπέρμα» είναι λέξεις που τις είχε χρησιμοποιήσει σε στίχο του ο Γιώργος Σεφέρης, δεν θυμάμαι τώρα αν με ομολογημένη ή με ανομολόγητη την οφειλή τους στον Ευριπίδη.
Ευ.Β. Με εξαίρεση λοιπόν τους δημοσιογράφους που και αυτοί, κατά βάθος, φλερτάρουν με το διαρκές, ο καθένας που γράφει είτε λογοτεχνία είτε δοκίμιο είτε επιστημονική διατριβή έχει την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι απευθύνεται στις επόμενες γενιές. Κάτι που έχει μια πρακτική αξία, ιδιαίτερα για τους νομικούς και τους πολιτικούς. Στον ποιητή δύσκολα θα επικαλεστούν ένα προγενέστερο ποίημά του προκειμένου να αντικρούσουν ένα μεταγενέστερό του. Το πολύ πολύ να του χρεωθεί ότι αλλάζει φόρμα ή θεματολογία. Ενώ στον πολιτικό ή τον επιστήμονα μπορεί να επικαλεστούν μια προγενέστερη θέση του και να τον κατηγορήσουν για αντίφαση ή ανακολουθία. Οταν ο λόγος σου είναι λόγος κανονιστικός, όπως είναι στους νομικούς, ή είναι λόγος που παράγει πολιτικό αποτέλεσμα, όπως είναι στους πολιτικούς, καθίσταται, ως εκ του αποτελέσματος, δεσμευτικός και κινδυνεύει να κατηγορηθεί κανείς για έλλειψη συνέπειας ή συνέχειας.
Μ.Ε. Οι πολιτικοί ή, τέλος πάντων, όλοι αυτοί που μιλάνε στη Βουλή έχουν υπόψη τους τις μελλοντικές γενιές;
Οι απειλές της Δηµοκρατίας Ευ.Β. Δυστυχώς όχι πάντα ή μάλλον όχι όσο συχνά πρέπει. Αυτή νομίζω ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στον πολιτικάντη και τον πολιτικό, ή μάλλον επειδή είναι πολύ υποτιμητικό και πολύ πεζό το να χαρακτηρίσει κανείς ως πολιτικάντη τον πολιτευόμενο ή ασχολούμενο με την τρέχουσα έννοια του όρου με την πολιτική, αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό και στον homme d’ etat, έναν άνθρωπο δηλαδή που ξέρει ότι αυτό που κάνει υπηρετεί έναν εθνικό σκοπό, ότι υπηρετεί το γενικό συμφέρον. Ενα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας όμως πιστεύει πως αυτά που λέω είναι μια περιγραφή πολύ αθώα, θεσμική και ευγενής, ενώ υπάρχει μια πραγματικότητα που είναι πολύ ζοφερή και ύποπτη, σχεδόν εγκληματική.
Αυτό είναι άλλωστε το μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία την οποία υπηρετούμε ως πολιτικοί είναι αιχμάλωτη δύο καταστάσεων ή μάλλον δύο απειλών: Η μία είναι ότι η δημοκρατία είναι συγκυριακή, δεν είναι ιστορική. Εμείς τη βλέπουμε εκ των υστέρων μέσα στην ιστορική της διάσταση. Η δημοκρατία όμως εν τω γίγνεσθαι, ενώ συντελείται, είναι δυστυχώς συγκυριακή. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται είτε από τον ελληνικό λαό είτε από το Κοινοβούλιο είτε από το κάθε εκλογικό σώμα είναι συγκυριακές. Γι’ αυτό και είναι άκρως επικίνδυνες ώς τον βαθμό να ψηφίσεις μια ναζιστική ή φασιστική επιλογή. Η πρώτη λοιπόν απειλή είναι η σχέση της δημοκρατίας με τη συγκυρία και η δεύτερη η σχέση της δημοκρατίας με τον λαϊκισμό. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι η δημοκρατία του ορθού λόγου ή του λόγου της ευθύνης, της ηθικής της ευθύνης που έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, σε αντίθεση με την ηθική της πεποίθησης, όταν λέει κανείς «αυτό πιστεύω», «αυτό θεωρώ ότι είναι το σωστό», άρα αυτό ισχύει απέναντι στους θεσμούς, στο έθνος, στη δημοκρατία. Το μεγάλο ζήτημα λοιπόν είναι πως ό,τι κάνουμε μέσα σε ένα δημοκρατικό γίγνεσθαι, ενώ συγκεφαλαιώνεται στην ιστορία, εξαρτάται από τη συγκυρία. Κι ενώ πρέπει να υπηρετεί τον ορθό λόγο, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την απλούστευση, τη συνθηματολογία και τη δημαγωγία.
Μ.Ε. Πάντως θα ήταν αδύνατον ν’ αρνηθεί κανείς την επίδραση της λογοτεχνίας στην πολιτική, και δεν εννοώ τη χρήση στίχων που έχουν καταλήξει τσιτάτα, όπως για παράδειγμα το «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».
Ευ.Β. Αυτή είναι μια σχολική, γυμνασιακή χρήση.
Μ.Ε. Του Λυκείου των Ελληνίδων που θα έλεγε ο Αλέξης Μινωτής.
Ευ.Β. Του Λυκείου των Ελληνίδων θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα γιατί θα ήταν μια χορευτική χρήση. Είναι μια σχολική χρήση με την έννοια που γινόταν στις εθνικές εορτές. Ρητορικές τεχνικές παλιάς κοπής, αν και δεν μπορεί να τους αρνηθεί κανείς κάποια γοητεία. Προσωπικά έχω περιπέσει στο «αδίκημα» αυτό όταν έκανα την εισαγωγική μου αγόρευση στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος –ξεκίνησε το 1996 και τελείωσε το 2001. Τελειώνοντας, έκλεισα με τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη ότι «Ενα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη άρθρο μελλοντικού Συντάγματος».
Μ.Ε. Και θα χαζέψανε τελείως από κάτω;
Ευ.Β. Δεν κατάλαβαν αν αυτό που είπα ήταν ιερό ή ιερόσυλο. Ομως, για να επανέλθω στη βαθύτερη σχέση μεταξύ ποιητικής και πολιτικής λειτουργίας, μεταξύ ποιητών και πολιτικών, αυτή βρίσκεται στο στοιχείο της διακινδύνευσης, είναι ότι και οι μεν και οι δε βάζουμε το κεφάλι μας στον ντορβά. Ο ποιητής μάλιστα αναλαμβάνει πολύ μεγαλύτερη ευθύνη γιατί κινείται ανά πάσα στιγμή μεταξύ αυτογελοιοποίησης και θριάμβου.
Μ.Ε. Μη με δείρετε, αλλά επιμένω, θέλω να κάνω ένα μικρό homage για τον λόγο που εκφωνήσατε προ καιρού για την υπόθεση Novartis. Ξέρετε τι σημείωσε στα χαρτιά του ο ογδοηκονταετής πλέον Ελευθερίου –παρακαλώ, μη θεωρηθεί γλείψιμο.
Ευ.Β. Μεταξύ μας δεν νομίζω.
Μ.Ε. Ηταν μια άρια. Μια άρια capital, η «Casta Diva» του Μπελίνι για παράδειγμα. Ηταν μια κορυφή, όπως για παράδειγμα τα δύο ερωτικά ποιήματα του Καβάφη που σπάνε κόκαλα, τα «Εν τω μηνί Αθύρ» και ο «Μύρης». Δεν μπορεί κανείς ούτε καν να πλησιάσει αυτά τα πράγματα.
Ευ.Β. Να κάνω μια παρένθεση πραγματολογική για τον Καβάφη, γιατί είστε βαθύς μελετητής του. Διάβαζα πρόσφατα μια ιστορία σε σχέση με τον κληρονόμο του.
Μ.Ε. Τον Σεγκόπουλο;
Ευ.Β. Τον Σεγκόπουλο. Και τις νέες φιλολογικές εκδοχές ότι ο Σεγκόπουλος υπήρξε γιος ή ανιψιός του Καβάφη. Εσείς τι λέτε;
Μ.Ε. Εραστής. Είχε γνωρίσει μάλιστα τους γονείς του ο Καβάφης και πήγαινε κάθε μέρα σπίτι τους.
Ευ.Β. Διάβασα πως όταν ο Καβάφης είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη, είχε δημιουργήσει μια σχέση με αποτέλεσμα να αποκτήσει παιδί. Δεν αποκλείεται βέβαια να ήταν παιδί του αδελφού του Καβάφη.
Μ.Ε. Τον Σεγκόπουλο τον γνώρισα, τον είχα δει για μια φορά.
Ευ.Β. Δεν αποκλείεται να υπήρξε και ανιψιός και εραστής.
Μ.Ε. Οπως ο πρίγκιπας Γεώργιος ο μυστακοφόρος είχε στενή σχέση με τον θείο του, τον αδελφό του πατέρα του, πρίγκιπα της Δανίας Βαλντεμάρ. Μιλάμε για τον σύζυγο της Μαρίας Βοναπάρτη και αυτά λέγονται στη βιογραφία της.
Ευ.Β. Υπήρξε, λένε, ένας μεγάλος έρωτας. Στον τάφο τοποθετήθηκε και η φωτογραφία του θείου.
Θ.Ν. Καλά, θείος και ανιψιός; Μ.Ε. Βεβαίως. Είδατε τι μαθαίνετε, κύριε Νιάρχο;
Ευ.Β. Ισως εκεί να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η στροφή της Μαρίας Βοναπάρτη στην ψυχανάλυση.
Μ.Ε. Υπάρχει μια τρομακτική φράση της Βοναπάρτη που λέει: «Επιτέλους νεκρό με άφησες και σε φίλησα στο στόμα».
Ευ.Β. Φαίνεται πως δεν είχανε σχέσεις.
Μ.Ε. Παρ’ όλα αυτά έκαναν δύο παιδιά. Ομως το βασικό μας θέμα είναι η σχέση του καλλιτέχνη με τον πολιτικό. Ενας καλλιτέχνης, ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης, έχει μια έμπνευση και στη συνέχεια ένα όραμα, να φτιάξει κάτι και να το παραδώσει στις επόμενες γενιές. Ενας πολιτικός έχει όραμα;
Ευ.Β. Ορισμένοι έχουν. Η διαφορά νομίζω ότι βρίσκεται στη μοναχικότητα. Ενας καλλιτέχνης, για παράδειγμα εσείς, είστε μόνος σας, με τα εργαλεία σας. Είστε όπως ο Αϊνστάιν και ο Χόκινγκ, τα έχετε όλα στο μυαλό σας. Το πολύ πολύ, αν θα έπρεπε να λαξεύσετε ένα γλυπτό, να είχατε κι ένα εργαστήριο ή και έναν βοηθό. Ο πολιτικός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη σχέση με το κοινό. Υπάρχει λοιπόν αυτή η διαφορά, ότι η τέχνη είναι κατά βάθος μοναχική υπόθεση, δεν είναι δημοκρατική. Ενώ η πολιτική είναι εξ ορισμού υπόθεση συλλογική και συμμετοχική. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αν δεν έχεις λαό, έστω κι έναν λαϊκό, δεν μπορείς να κάνεις λειτουργία. Εσείς οι καλλιτέχνες έχετε αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα της διαχείρισης της μοναξιάς σας, μάλλον όχι της μοναξιάς σας, αλλά της μοναχικότητάς σας. Εμείς οι πολιτικοί δεν το έχουμε αυτό το πλεονέκτημα. Ο επιστήμονας ώς έναν βαθμό το έχει. Αλλά αν δεν γίνουν αποδεκτά αυτά που λέει και πρωτίστως αν δεν τα διδάξει, δεν έχουν καμιά σημασία.
Μ.Ε. Ενας υπουργός έχει όραμα για κάτι ή απλώς τον ενδιαφέρει η καρέκλα;
Ευ.Β. Θα έπρεπε να έχει. Η ματαιοδοξία όμως, η συνήθεια, οι ανάγκες, οι καταστάσεις που πιέζουν δεν τον αφήνουν συνήθως να το συγκροτήσει. Ακόμη κι αν μιλάμε για ένα όραμα περιορισμένης ισχύος, όπως για παράδειγμα το όραμα για την αγροτική πολιτική. Ποιο μπορεί να είναι το όραμά μου για την εξωτερική πολιτική, φέρ’ ειπείν για τα ελληνοτουρκικά ή για το Κυπριακό, αν δεν υπάρχει μια εθνική στρατηγική που να υποστηρίζεται μακροχρονίως; Αυτό ισχύει για τον καθένα που κάνει μια πολιτική που έχει διατυπωθεί για να εφαρμοστεί. Διαφορετικά, αν πρόκειται να λέμε λόγια, ποιο το νόημα; Μάλλον να κάνω μια διάκριση. Υπάρχει μια πολιτική που είναι αμιγώς ρητορική, που δεν πρόκειται να δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη και που όταν δοκιμάζεται καταρρέει. Και υπάρχει και μια πολιτική που είναι προορισμένη να δοκιμαστεί και κρίνεται πολύ αυστηρά. Γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της και μπορούμε να τη βαθμολογήσουμε. Θέλω να πω ότι έχει σημασία αν ο πολιτικός σου λόγος ή αυτό που εσείς λέτε όραμα είναι μια συνάθροιση, για να μην πω ένα συνονθύλευμα από ανευθυνότητες ή αοριστίες, με κάποια στοιχεία ενός ευγενούς σκοπού. Ή αν αυτό που λέτε είναι συγκροτημένο, υπεύθυνο, σταθμισμένο υπακούει σε μια στρατηγική.
Μ.Ε. Είπατε κάτι ωραίες λέξεις, όπως «στρατηγική» ή «έχει δοκιμαστεί», προσωπικά όμως θα πάρω τη λέξη «δοκιμάζομαι» με μια άλλη έννοια, που την ξέρετε βέβαια καλύτερα από μένα. Ενας ποιητής, είτε είναι μέγιστος όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Γκαίτε ή ο Σίλερ, είτε εντελώς ασήμαντος, δεν πήρε ποτέ κανέναν στον λαιμό του. Ενας πολιτικός όμως…
Ευ.Β. Και ο ποιητής μπορεί να πάρει στον λαιμό του όταν ο ποιητικός λόγος μεταβάλλεται σε στοιχείο ενός πολιτικού λόγου που καθίσταται κάποια στιγμή ηγεμονικός. Εννοώ τον ιστορικό, ποιητικό, δημοσιογραφικό λόγο που οδήγησαν στον ατυχή πόλεμο του 1897, μιλώ όπως καταλαβαίνετε για τη λογοτεχνική υποστήριξη της Μεγάλης Ιδέας. Σαφώς ο Εζρα Πάουντ δεν ήταν στο μυαλό του Χίτλερ ή του Μουσολίνι, ούτε ο Χάιντεγκερ προκάλεσε ζημιά με την έννοια ότι επηρέασε τη ναζιστική αντίληψη για τη γεωπολιτική και τον ζωτικό χώρο. Νομικές όμως θεωρίες, όπως η θεωρία του Καρλ Σμιτ, θεωρίες που συγκροτούν μια, όπως λέμε, πολιτική και νομική θεολογία του Μεσοπολέμου, χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα του καθεστώτος, με συνέπεια να τιμωρηθούν νομικοί και φιλόσοφοι αλλά και να στιγματιστούν λογοτέχνες. Ώς και ο Γκίντερ Γκρας έφτασε να την πληρώσει τη δεκαετία του ’90 με την καθυστερημένη αποκάλυψη της ένταξής τους στη ναζιστική νεολαία σε σχέση με το πώς δεν πλήρωσε ο Μιτεράν την όψιμη αποκάλυψη της συνεργασίας του με τον Πετέν στο Βισί.
Θα ήθελα όμως τώρα να σας κάνω εγώ μια ερώτηση, κύριε Ελευθερίου. Μαζί με το πολυσχιδές έργο σας, με εντυπωσιάζει η άνεση με την οποία κινείστε μέσα σε όλες αυτές τις φόρμες. Από τους μνημειώδεις στίχους των τραγουδιών σας, που δεν είναι τραγούδια, είναι ποιήματα, ώς τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά σας, τα βιβλία για τα παιδιά, τα λευκώματα και τη θαρραλέα έρευνα για την Ελένη Παπαδάκη, ποιο θεωρείτε σε σχέση με όλα αυτά ότι σας εκφράζει περισσότερο;
Μ.Ε. Η χαρά του να κάνω κάτι.
Ευ.Β. Εξαιρετική απάντηση.
Μ.Ε. Το ένα με ξεκουράζει από το άλλο. Οταν κουραστώ γράφοντας ένα μυθιστόρημα, πιάνω και γράφω κάτι άλλο. Προχθές μου ήρθε ένας στίχος για ένα τραγούδι –τραγούδι που το ανακοινώνω σε «παγκόσμια» πρώτη: «Αφού δεν ξέρεις ν’ αγαπάς, πώς θες παράδεισο να πας».
Ευ.Β. Ωραιότατο και θεολογικότατο. Ενα ολόκληρο ορθόδοξο κήρυγμα, δεν είναι απλά στίχος ενός τραγουδιού.