Μιλήστε μου για το παιδί που ήσασταν.
Για αυτό το παιδί, τηρουμένων των αναλογιών, όλα είναι ακριβή, οι ρόλοι στη θέση τους, κι όμως, δεν χωράει πουθενά, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του πουθενά, νιώθει παρίας, παράταιρος. Δεν χωράει στο σχήμα, δεν χωράει σε κανένα σχήμα. Δεν υπάρχει σχήμα. Οφείλει να δημιουργήσει τη δική του επικράτεια κι αρχίζει με ένα μότο: οι μεγάλοι έχουν άδικο. Εχει αποφανθεί, πιτσιρίκι – πράγμα.
Πώς καθορίζει τη σχέση του με τον κόσμο;
Ουσιαστικά είναι σε αντιδικία με τον κόσμο. Από τότε που γεννήθηκε. Είναι δυνατόν να νιώθει τέτοια πράγματα ένα παιδάκι; Οχι, δεν είναι γενετικά προσδιορισμένος ο όρος. Υπάρχει κάτι το ανικανοποίητο.
Πώς εντάσσεται η σχέση σας με τους γονείς σας σε αυτό το πλαίσιο;
Ηταν μια σχέση πολύ ιδιαίτερη, εντελώς διαφορετική από εκείνη που είχαν οι φίλοι και συμμαθητές του.
Νιώθατε κι εσείς ιδιαίτερος; Διαφορετικός;
Οταν το πρωτόνιωσα, ήταν κάτι ανεξήγητο. Πολλά είναι ανεξήγητα όταν είσαι σε αυτήν την ηλικία, αλλά αυτό ήταν κορυφαία ανεξήγητο. Ηταν διχαστικό, άγριο, εκθαμβωτικό, διαυγές, αστραποβόλο, παράξενο, μαγικό, κρυπτικό, ανησυχητικό, αποτρόπαιο και διασκεδαστικό μαζί. Ηταν οι δυο εαυτοί. Ηταν οι πολλαπλοί εαυτοί. Ηταν το γιατί-εγώ-μοιάζω-όπως-μοιάζω. Ηταν το βαθύ γιατί, το ακτινοβόλο γιατί, το ανατριχιαστικό γιατί, το μεγαλειώδες γιατί.
Και πότε ήρθε αυτό το «γιατί» να σας απασχολήσει;
Αρχισε με μια ματιά στον καθρέφτη. Με ένα είδωλο. Αυτό εδώ είμαι εγώ. Συνέχισε με την αναγνώριση, τη λογική αναγνώριση του συνόλου μέσω των οικείων μερών της εικόνας: τα μάτια, η μύτη, τα χείλη. Ενα παιδί κοιτάζεται στον καθρέφτη για πεπερασμένο χρόνο, απλώς για να επιτελέσει τις αναγκαίες πράξεις υγιεινής που του έχουν εξηγήσει (ή επιβάλει) οι γονείς του. Εν προκειμένω, δεν ήταν μια απλή πράξη ελέγχου (βλέπω το στόμα, ανοίγω στόμα, βάζω οδοντόβουρτσα μέσα στο στόμα, βουρτσίζω συγκεντρωμένος στην πράξη), αλλά κάτι άλλο. Κατά τη διάρκεια του τελετουργικού και κυρίως όταν τελειώνει, συντελείται μια βαθιά παρατήρηση. Κάποιοι θα το αποκαλούσαν πρώιμο διαλογισμό, αλλά δεν ήταν. Αυτό το «βλέπω τον εαυτό μου να βλέπει» από τη στιγμή που αναδύεται δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.
Τι βλέπει;
Εκείνο που τον προβληματίζει είναι γιατί να είναι εκείνος αυτό το πλάσμα που βλέπει μπροστά του. Τι σχέση έχει εκείνος, το βαθύ εγώ του, το εγώ του που σκέφτεται, το ίδιο εγώ που αναρωτιέται γιατί τα σύννεφα δημιουργούν αυτά τα ονειρεμένα σχήματα, γιατί ο ουρανός είναι απέραντος, γιατί η θάλασσα πάντα αλλιώτικη, γιατί η συχνότητα της ανάσας του αλλάζει, γιατί ένα πρωί ξυπνάει μ’ ένα μαύρο σύννεφο κι ένα με πάμφωτο ουρανό, γιατί αυτό το πρισματικό εγώ να έχει αποτυπωθεί σε αυτήν την συγκεκριμένη, σε αυτήν την τυχαία, την απατηλή εντέλει εικόνα;
Πώς νιώθει με τους άλλους;
Υπάρχει μια ανάγκη που δεν ικανοποιείται. Η ανάγκη προϋποθέτει ένα θέλω, ένα αντικείμενο. Δεν ξέρει ποιο είναι αυτό. Κι ώς εδώ όλα είναι, ας πούμε, φυσιολογικά –συμβαίνουν σε κάποιους ανθρώπους. Η διαφορά με εκείνον είναι ότι το αντικείμενο αυτό το φαντάζεται. Κι έτσι, η επιθυμία αυτή, που συνεχώς επανέρχεται, που ζει φανταστικά στο μυαλό του –και ως ανάγκη –φυσικά δεν έρχεται, δεν ενσαρκώνεται ως τέτοια. Μπερδεύεται. Σαν να μην είναι αρκετό αυτό, όσα φαντάζεται δεν είναι επιδράσεις του περιβάλλοντος, ακριβώς το αντίθετο, είναι προβολές δικές του, εικόνες, φαντασίες που τις έχει «δει» τις έχει διαβάσει (μέσα από τα, όχι και τόσο παιδικά, βιβλία που καταβροχθίζει). Το χαμένο αντικείμενο έχει εικόνα. Εχει αύρα. Εχει ιστορία. Είναι κάτι εντός του που κινείται ταυτόχρονα προς τα έξω. Ολα είναι μεμιάς. Θέλει πάντα να είναι κάποιος άλλος. Αλλά δεν έχει βρει ποιος.
Βρίσκει ποιος είναι; Τι κάνει γι’ αυτό;
Κάποιοι, όταν τα πράγματα δεν τους έρχονται δύσκολα, χάνονται στην εντροπία του κόσμου. Δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη φυσικά. Αλλά στην περίπτωσή του πρέπει να πάθει για να μάθει. Καθένας προσπαθεί να επινοήσει τον κόσμο του κι ας μην το καταλαβαίνει. Ωστόσο, ο κόσμος είναι ήδη επινοημένος. Κι έτσι ο στόχος είναι η επινόηση της επινόησης, που σημαίνει πως ίσως ο στόχος είναι η αληθινή πραγματικότητα.
Τι ζωή είναι αυτή;
Περίεργη ζωή. Καταφάσεις και αρνήσεις, που μπορούν και αλληλοαναιρούνται. Εκείνο όμως που θα αρνιόταν για πάντα ήταν να στρατολογηθεί. Να στρατολογηθεί σε οποιαδήποτε αλήθεια που δεν ήταν η δική του. Ζει, για να μη χρωστάει. Ζει, αναγνωρίζοντας πως κανείς δεν του χρωστάει τίποτα. Δεν θα γίνει καλός. Θα βρει τρόπους να μη γίνει κακός.
Διαβάζατε μικρός;
Διάβαζε πάρα πολύ. Κατάπινε τόμους. Διάβαζε τα εγκυκλοπαιδικά σαν μυθιστόρημα. Λάτρεψε τον Ντίκενς. Αργότερα, μπήκε στο σύμπαν του Ντοστογέφσκι. Η πρώτη επαφή ήταν μαγευτική, δεν καταλάβαινε πολλά αλλά συνέπασχε με τα πρόσωπα, τον Μίσκιν και κυρίως τον Αλιόσα Καραμάζοφ.
Με το θέατρο τι σχέση είχατε;
Εχει αγοράσει ένα φτηνό τρανζίστορ με το χαρτζιλίκι του, το κρύβει στην πιο έξυπνη κρυψώνα που έχει βρει (μέσα σ’ ένα βιβλίο, έχοντας σκίσει τις μεσαίες σελίδες) και το βράδυ ακούει με τα ακουστικά. Περιμένει τη Δευτέρα που έχει το θέατρο. Είναι η απόλαυσή του «Το θέατρο της Δευτέρας». Λόγια στο σκοτάδι. Ιστορίες που ζωντανεύουν μόνο από φωνές. Νιώθει κάτι παράξενο. Πως ό,τι ζει και του γίνεται πιο οικείο, πιο προσωπικό, πιο δικό του, σπάει σε κομμάτια. Αγωνία. Ναυτιώδης αγωνία. Ομως έρχεται αυτή η δίωρη ιστορία, αυτός ο ψίθυρος στ’ αφτί και τα επανατοποθετεί στη θέση τους. Κάτι συμβαίνει με το τέλος, ωστόσο. Οι ιστορίες τελειώνουν. Παρόλο που κάθε ολοκληρωμένη ιστορία τού φαίνεται εύθραυστη, την αγαπάει ακριβώς γι’ αυτό. Γιατί μοιάζουν. Και γιατί η δική του είναι ανείπωτη και τον τρώει από μέσα.
Ηταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής σας αυτή, ίσως περισσότερο και από εκείνη του αλκοολισμού;
Το δύσκολο είναι σχετική έννοια. Οταν είναι κανείς μέσα στο πρόβλημα, μερικές φορές δεν το καταλαβαίνει καν. Συνήθως είναι η περίοδος μετά που είναι η επώδυνη, η περίοδος της επούλωσης του τραύματος. Κατά τη διάρκεια είναι κανείς απασχολημένος τόσο με τη δυσκολία ώστε σχεδόν να μην την αντιλαμβάνεται.
Να προσθέσω ένα δικό μου «γιατί»; Γιατί εγκαταλείψατε την αρχιτεκτονική για τη συγγραφή;
Η αρχιτεκτονική ήταν μια λαμπρή επιστήμη για να την σπουδάσει κανείς, του έδωσε πολλά εφόδια, αλλά η πρακτική της του ήταν εφιαλτική. Τότε ξαναδιάβασε όλο τον Ντοστογέφσκι. Βυθίστηκε στους «Αδελφούς Καραμάζοφ», στον Αλιόσα. Ενιωσε ότι μπορούσε να γράψει και κάτι άλλο εκτός από ποίηση. Ο Ντοστογέφσκι τον έστειλε στην πεζογραφία. Αποφάσισε να τα τινάξει όλα και το έκανε. Αποφάσισε να κάνει εκείνο που πάντοτε αγαπούσε και δίσταζε να το επιχειρήσει. Αργότερα ο Αλιόσα θα γινόταν πρότυπο για έναν ήρωά του στη «Μητέρα Στάχτη». Πριν τα είχε κάνει στάχτη ο ίδιος όλα.
Πώς βγήκατε από αυτό το αδιέξοδο;
Σ’ αυτόν τον άνθρωπο υπάρχει και το ορθολογιστικό στοιχείο. Το αδιέξοδο οποιασδήποτε εξάρτησης θέλει δυο πράγματα. Αποδοχή και ειδικούς. Βρέθηκε κάποιος άνθρωπος που τον βοήθησε στην αποδοχή, ύστερα οι ειδικοί. Και μετά ακολούθησε βαριά, προσωπική εργασία.
Αν γράφατε ένα βιβλίο για τον αγαπημένο σας συγγραφέα, τι θέμα θα είχε;
Την περίοδο όπου θα επωαζόταν το μετέπειτα έργο του. Εκείνα τα μικρά της ζωής που έστρεψαν τελικά έναν άνθρωπο προς αυτού του είδους την έκθεση και αυτό το άνοιγμα.
Η σωματική αδυναμία και εξάρτηση ή η ψυχική είναι περισσότερο τραυματική;
Δεν υπάρχουν διαφορές, πιστεύει. Οποιαδήποτε εξάρτηση, οποιαδήποτε σωματική η ψυχική ταλαιπωρία είναι ένα βάρος. Το ζητούμενο για εκείνον ήταν να αναλάβει το φορτίο, να αποδεχτεί τον πόνο, να τον δουλέψει και να τον ξεπεράσει.
Γιατί απαντάτε σε τρίτο πρόσωπο;
Γιατί πάντοτε ο συγγραφέας είναι σε μια απόσταση από το υλικό του. Και το βασικότερο υλικό του δεν είναι παρά ο ίδιος.