Η Ευρώπη είναι ξανά ασθενής στην εντατική. «Γιατί έχει τόσο κακό όνομα η Ευρώπη για πολλούς πολίτες; Επειδή είναι πολύ δυνατή; Οχι» έλεγε ο Γιόσκα Φίσερ, σε εκδήλωση του πολιτικού Ιδρύματος των Πρασίνων Χάινριχ Μπελ στο Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα. Οι πολίτες ζητούν μεγαλύτερη προστασία, στα εξωτερικά σύνορα, την εσωτερική ασφάλεια, την ψηφιακή επανάσταση, περιμένουν μια στιβαρή απάντηση. «Αλλά δεν μπορεί να τη δώσει η ΕΕ, διότι η πραγματική εξουσία παραμένει στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών, η εθνική παράδοση παραμένει ισχυρή».
Καθοριστική θα αποβεί η εξωτερική πίεση που δέχεται ήδη η Ευρώπη ως συνέπεια της μετάβασης από την παλιά στη νέα τάξη πραγμάτων που συντελείται στις μέρες μας. Τη διάλυση της παλιάς τάξης πραγμάτων προωθούν κατ’ εξοχήν οι χώρες που την επέβαλαν μεταπολεμικά, οι ΗΠΑ με τον Τραμπ και η Μεγάλη Βρετανία με το Brexit. Πίεση έρχεται επίσης με την άνοδο της Κίνας, τις επιδιώξεις της Ρωσίας, τη διεύρυνση της ΕΕ με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. «Μην υποτιμάτε τα Δυτικά Βαλκάνια», προειδοποιεί ο Φίσερ. Προφητεύει δραματικές εξελίξεις, εάν η ΕΕ αθετήσει την υπόσχεσή της στις χώρες αυτές: «Ολα είναι έτοιμα για έναν νέο κύκλο βίας στα Βαλκάνια εάν υποχωρήσει η εμπιστοσύνη στην υπόσχεση των Ευρωπαίων για ένταξή τους στην ΕΕ».
Η γεωστρατηγική ανάλυση του Φίσερ συμπληρώνεται με τον πόλεμο Ιράν-Ισραήλ «στην εξώπορτα» των Ευρωπαίων, ενώ η Αίγυπτος παραμένει εγκλωβισμένη μεταξύ Αδελφών Μουσουλμάνων και στρατιωτικής δικτατορίας.
Ταυτόχρονα, αν η Ευρώπη δεν απαντήσει στις προκλήσεις της ψηφιακής επανάστασης, θα αποχαιρετήσει το τρένο της ανάπτυξης. Αυτό θα φέρει το τέλος και του κοινωνικού κράτους της Ευρώπης. «Χωρίς την παράδοση του κοινωνικού κράτους, μου λείπει η φαντασία να σκεφτώ πως θα διατηρήσουμε την εσωτερική ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο», λέει ο Φίσερ.
Η απάντηση είναι ένα τρίπτυχο επενδύσεων: στις υποδομές, την ασφάλεια –εσωτερική και εξωτερική -, την ψηφιακή οικονομία. Η οικονομική ισχύς της Γερμανίας είναι καθοριστική για την Ευρώπη και τον ρόλο της στην παγκόσμια σκακιέρα. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τα επενδύουμε στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να περιμένουμε να μας αναγκάσουν άλλοι να το κάνουμε».
Η ολιγωρία της Μέρκελ. Αυτό συνέβη στην ευρωκρίση που η Γερμανία δεν συμπεριφέρθηκε «γενναιόδωρα». Ο Φίσερ δεν συγχωρεί την ολιγωρία της καγκελαρίου στην αρχή της ελληνικής κρίσης. «Σκεφτείτε τι θα είχε συμβεί εάν η Μέρκελ είχε επισκεφθεί αμέσως την Αθήνα και έλεγε καθαρά ότι αυτά που έγιναν δεν πρέπει να επαναληφθούν, αλλά ταυτόχρονα έδινε στους Ελληνες τη διαβεβαίωση ότι δεν θα μείνουν ξεκρέμαστοι, ότι είμαστε μία οικογένεια».
Και σήμερα; Το ελληνικό ζήτημα επανέρχεται για τους Ευρωπαίους με την ανάγκη διευθέτησης του υπέρογκου χρέους. «Αργά ή γρήγορα το κούρεμα του ελληνικού χρέους θα γινόταν. Κατ’ εμέ θα έπρεπε να γίνει νωρίτερα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Πράσινος, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, όταν κατέβηκε από το βήμα. Αλλά ο Γιόσκα Φίσερ εστιάζει στη μεγάλη εικόνα, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έξαρση του λαϊκισμού από δεξιά και αριστερά. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της ΕΕ που απέκτησε κυβέρνηση αριστερών και δεξιών λαϊκιστών, τώρα ακολουθεί η Ιταλία. Ανησυχεί;
«Ο λαϊκισμός είναι σύμπτωμα του μεγάλου μετασχηματισμού που ζούμε αυτά τα χρόνια. Από ένα σημείο και πέρα, η έξαρση του λαϊκισμού οφείλεται επίσης στην υποχωρητική στάση και τη δειλία του Κέντρου. Πιστεύω ότι το Κέντρο θα έπρεπε να βγει πολύ πιο επιθετικά σε αυτήν την αναμέτρηση», λέει ο Φίσερ.
Γιατί έγινε τόσο ισχυρός ο λαϊκισμός στην Ελλάδα; «Διότι το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία απέτυχαν παταγωδώς. Το πολιτικό σύστημα που υπηρέτησαν κατέρρευσε πλήρως. Και οι πολίτες αντέδρασαν αναζητώντας στέγη στους λαϊκιστές», απαντά.
Η Ελλάδα θα επανέλθει. Το πιστεύει ο συνταξιούχος σήμερα «πατριάρχης» των Πρασίνων. Η αισιόδοξη εκτίμησή του δεν εδράζεται στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας, αλλά στη γεωστρατηγική ανάλυση που κάνει για τα δεδομένα της περιοχής και της συγκυρίας. «Ο Ερντογάν συμβάλλει στη σταθεροποίηση της Ελλάδας σε σημαντικό βαθμό», λέει ο Φίσερ.
Δεν το εξηγεί περισσότερο, αλλά η απειλή του σημερινού προέδρου της Τουρκίας λειτουργεί ήδη πειθαναγκαστικά και για τους Ευρωπαίους και για την Αθήνα, τους υποχρεώνει να συνταχθούν σε κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, όπως είναι το προσφυγικό και οι μεταναστευτικές ροές.
Η ανάγκη συνύπαρξης σημαίνει και αποδοχή της διαφορετικότητας. Κανείς στον κόσμο δεν περιμένει ότι τα φτωχά κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας Σαξονία-Ανχαλτ είτε Μεκλεμβούργο-Πομερανία, θα φτάσουν ποτέ το ΑΕΠ της Βαυαρίας ή της Βάδης-Βυρτεμβέργης. «Αλλά από την Ελλάδα το απαιτούμε», παρατηρεί ο Φίσερ, «και αυτό είναι ανόητο». Οπως και η προσδοκία των Γερμανών να γίνουν οι Ελληνες καλοί προτεστάντες. «Πρώτον, οι Ελληνες δεν θα γίνουν ποτέ, και, δεύτερον, αν γίνονταν, δεν θα πήγαινε κανένας γερμανός τουρίστας στην Ελλάδα».