Τι ήταν η λογοτεχνία του αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ, που πέθανε προχθές, 22 Μαΐου 2018, σε ηλικία 85 ετών; Ηταν πρωτίστως η προσπάθεια να αναδείξει και να κατανοήσει το σεξ και τον θάνατο όπως διατείνεται ένα μέρος της κριτικής; Ηταν, δηλαδή, τα βιβλία του η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός φθαρτού ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τη φθαρτότητα και με τις αγωνίες που η επίγνωσή της κινητοποιεί;
Ηταν κι αυτό. Αλλά ήταν και τόσα άλλα. Τα αφηγήματά του ήταν προϊόντα των αγωνιών ενός άνδρα, αλλά και ενός Αμερικανού, ενός Αμερικανού Εβραίου. Πιο σωστά, και πιο ολοκληρωμένα, οι αγωνίες ενός άνδρα, αμερικανού εβραίου συγγραφέα, ενός επαγγελματία της γραφής, που την υπηρέτησε με πάθος, υποτάσσοντάς την στις αγωνίες του, που μπορεί να είναι αγωνίες πανανθρώπινες.
Αλλά, προφανώς, ο Ροθ δεν ήταν ο συγγραφέας που έχτισε έναν μυθιστορηματικό κόσμο πάνω στις προσωπικές αγωνίες του. Δεν ήταν, δηλαδή, η λογοτεχνία του η προέκταση του εαυτού του, δεν ήταν μια ναρκισσιστική άσκηση που απλώς συναντήθηκε με την κοινωνία, τη μεταπολεμική Αμερική, την εξέλιξη του αμερικανικού ονείρου, την αγωνία της εβραϊκής ταυτότητας, το άγχος μήπως η υποταγή στο καθήκον είναι περιοριστική της ελευθερίας. Ούτε το σεξ στο έργο του ήταν η αποθέωση του ζωώδους εαυτού, στον αντίποδα μιας μισητής πνευματικότητας του πνευματικού άντρα. Ούτε η πνευματικότητα και η δημιουργία ήταν το αντίδοτο στο θάνατο.
Τίποτα, δηλαδή, στο έργο του Φίλιπ Ροθ δεν ήταν προσωπικό –κι ας εκκινούσε, πιθανόν, από προσωπικά βιώματα. Ωστόσο, η λογοτεχνία του ήταν πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Ηταν το σεξ, η ανδρική ματιά. Ηταν ο φεμινισμός, οι ανδρικές προκαταλήψεις, οι αυταπάτες, ο πόθος. Ηταν το σώμα, κυρίως η φθορά του, ο φόβος αυτής της φθοράς. Αλλά ήταν και η καθημερινή στρατηγική της ζωής. Η πάλη με τις προκαταλήψεις. Η σχέση με την αρρώστια και τον θάνατο. Η διάκριση των κανόνων και η περιφρόνηση κανόνων που εκκινούσαν από την πολιτική ορθότητα. Πρωτίστως, όμως, η πολιτική. Και η πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Αμερικής: ο Τρούμαν, ο αμερικανικός φιλελευθερισμός, το Βιετνάμ, ο αριστερισμός, η παγκοσμιοποίηση.
Από την άποψη αυτή, έχουν δίκιο όσοι τον κατατάσσουν στους μεγάλους λογοτέχνες της Αμερικής, τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μαζί με τον Τζον Απντάικ και τον Σολ Μπέλοου. Ο ίδιος ο Ροθ, όμως, προσπαθούσε να αλλάξει την κατεύθυνση αυτή της κριτικής. «Ο Απντάικ και ο Μπέλοου», δήλωσε κάποτε, «στοχεύουν τον κόσμο, αποκαλύπτουν τον κόσμο όπως είναι. Αντίθετα, εγώ σκάβω μια τρύπα στον κόσμο και προσπαθώ να φωτίσω αυτή την τρύπα με τη λάμψη του φακού μου».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ. Ο Φίλιπ Ροθ, που γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, σπούδασε αγγλική φιλολογία και, για ένα διάστημα, δίδαξε στο Πρίνστον, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Βιβλίο του πρωτοκυκλοφόρησε το 1959, το «Αντίο Κολόμπους». Το μεγάλο σουξέ, όμως, το έκανε με «Το σύνδρομο Πόρτνοϊ», που κυκλοφόρησε το 1969. Ηταν ο ακατάσχετος μονόλογος ενός άνδρα, του Αλεξάντερ Πόρτνοϊ, που περιέγραφε την επιθυμία του, τον αυνανισμό, την εποπτεία της μητέρας του, τις γυναίκες και το σεξ, αλλά και την εβραϊκή ταυτότητα. Ηταν τα χρόνια της σεξουαλικής επανάστασης και, αίφνης, η Αμερική, και ο κόσμος ολόκληρος, άρχισε να διαβάζει με μανία «το βιβλίο με το κίτρινο εξώφυλλο» –το οποίο πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε σε όλον τον δυτικό κόσμο.
Μια δεκαετία μετά, κυκλοφόρησε το βιβλίο «The Ghost Writer», όπου πρωτοεμφανίστηκε ως αφηγητής ο Νέιθαν Ζούκερμαν, το μυθιστορηματικό alter ego του συγγραφέα, που έκτοτε χρησιμοποιήθηκε σε αρκετά ακόμα μυθιστορήματα, με τελευταίο το «Φεύγει το φάντασμα», του 2007.
Συνολικά, έγραψε περί τα 30 μυθιστορήματα. Μεταξύ άλλων, «Πατρική κληρονομιά», «Το θέατρο του Σάμπαθ», «Η ζωή μου ως άντρα», «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», «Επιχείρηση Σάυλωκ», «Ζούκερμαν δεσμώτης», «Αντιζωή», «Κι ό,τι θέλει ας γίνει», «Το ζώο που ξεψυχά», «Το ανθρώπινο στίγμα», «Ο καθηγητής του πόθου», «Καθένας», «Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής», Φεύγει το φάντασμα», «Αγανάκτηση», «H ταπείνωση», «Νέμεσις». Τα περισσότερα κυκλοφορούν σήμερα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ. Θεωρήθηκε προκλητικός. Για δυο λόγους. Ο πρώτος, επειδή έγινε στόχος του γυναικείου κινήματος, που τον κατηγορούσε ότι κατασκεύαζε ωραίες γυναίκες, αντανακλάσεις της ανδρικής επιθυμίας του, και τον αποκαλούσε φαλλοκράτη και μισογύνη. Ο δεύτερος, επειδή πολλοί Εβραίοι της Αμερικής θεωρούσαν ότι τους πρόδιδε. Και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος ισχυριζόταν πως οι εβραϊκές κοινότητες είναι απλώς το υπόστρωμα των ιστοριών του, μόνο και μόνο επειδή ήξερε καλά τις συνήθειές τους. «Ο προσδιορισμός Αμερικανοεβραίος δεν σημαίνει τίποτα για μένα», ισχυριζόταν. «Αν δεν είμαι Αμερικανός, δεν είμαι τίποτα». Η στάση αυτή, άλλωστε, δεν είναι αποκλειστική δουλειά του Ροθ. «Στη δεκαετία του ’50 και του ’60», γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου, «καθώς οι Αμερικανοεβραίοι συγγραφείς κατέκλυσαν κυριολεκτικά τα αμερικανικά γράμματα, η εβραϊκότητα πήρε μια σειρά μορφές, για να ενσωματωθεί τελικά ή να απορροφηθεί μέσα στην αμερικανικότητα».
«Ερχεται για τα κορίτσια»
Στις 30 Απριλίου 2013, ο Φίλιπ Ροθ βραβεύτηκε από το PEN club στην Πράγα. Στην ομιλία του, αναφέρθηκε στα ταξίδια του στην πρωτεύουσα τότε της Τσεχοσλοβακίας κάθε χρόνο από το 1972 ώς το 1977 κάνα δεκαήμερο την άνοιξη. Στόχος, να συναντιέται με συγγραφείς, δημοσιογράφους, ιστορικούς και καθηγητές που διώκονταν από το σοβιετικής επιρροής ολοκληρωτικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας, μερικοί από τους οποίους ήταν φίλοι του, για να τους εμψυχώνει. Κάποια στιγμή τον συνέλαβαν, ανακρίθηκε και δεν ξαναγύρισε ώσπου να πέσει το καθεστώς. Ωστόσο, επειδή δεν ήταν σαφείς οι λόγοι τω επισκέψεών του, η αστυνομία συνέλαβε και ανέκρινε τον Ιβαν Κλίμα –τα βιβλία του οποίου είχε εκδώσει στην Αμερική ο Ροθ. Αφηγείται ο αμερικανός συγγραφέας:
«Αυτή τη φορά δεν τον ταλαιπώρησαν ρωτώντας τον και ξαναρωτώντας τον για τις παράνομες ανατρεπτικές δραστηριότητες του ίδιου, της Ελένα και της ομάδας τους από ενοχλητικούς αντιφρονούντες που «διατάρασσαν την ειρήνη» του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αντίθετα –ευχάριστη και αναζωογονητική αλλαγή για τον Ιβαν –τον ανέκριναν σχετικά με τις ετήσιες επισκέψεις μου στην Πράγα.
Οπως μου αφηγήθηκε αργότερα σε ένα του γράμμα ο Ιβαν, μόνο μία απάντηση –μία –είχε να τους δώσει όλη εκείνη τη μακρόσυρτη νύχτα της ανάκρισης, όταν τόσο επίμονα τον ρωτούσαν γιατί εμφανιζόμουν στην πόλη κάθε άνοιξη.
“Δεν έχετε διαβάσει τα βιβλία του;” ρώτησε ο Ιβαν τους αστυνομικούς.
Οπως ήταν αναμενόμενο, απόρησαν με την ερώτηση –σύντομα όμως ο Ιβαν τους διαφώτισε.
“Ερχεται για τα κορίτσια”,είπε ο Ιβαν».