Στα τελευταία βιβλία του, ο Φίλιπ Ροθ μού έδινε την αίσθηση ότι ο 33χρονος Πορτνόι, που μας είχε σαγηνεύσει δεκαετίες πριν, γέρασε και μυαλό δεν έβαλε. Κυρίως όμως ότι ο Ροθ / Πορτνόι επανεπεξεργαζόταν τα ίδια μοτίβα, απρόθυμος να συμφιλιωθεί με όσα προσκομίζει ο χρόνος και εισάγοντάς μας εμμονικά στον μετά την ολική εκτομή προστάτη βίο του. Ο σφριγηλός νεαρός Πορτνόι μετενσαρκωνόταν από βιβλίο σε βιβλίο σε έναν πικραμένο ηλικιωμένο ήρωα, μεμφόμενο το Σύμπαν για τη φθορά που επιφέρει στα όντα απανταχού της Γης, ναρκισσευόμενος ωστόσο για τη μοναδικότητα των παθών του. Στα παλιά χρόνια ο Πορτνόι και οι διάδοχοί του ανέπτυσσαν πειστικά και με χιούμορ τη διονυσιακή τους πλευρά ευρισκόμενοι σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ αλτρουιστικών / ηθικών επιταγών και επιθυμίας για εξέγερση. Οχι στα ύστερα. Η διαφορά στον τραγικό τόνο και η απουσία εσωτερικών διχοτομήσεων αποδίδουν και τη διαφορά στην ποιότητα.
ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ. Ο Φίλιπ Ροθ έγινε ευθύς εξαρχής λογοτεχνική περσόνα. Παρακολουθώντας στενά τα κοινωνικά και καλλιτεχνικά κινήματα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, τοποθετούμενος πολιτικά στην όχθη του φιλελεύθερου εβραϊσμού, βάλλοντας κατά του Νίξον, καταγγέλλοντας τον πόλεμο στο Βιετνάμ, υιοθετώντας την παιχνιδιάρικη πρόκληση ως τρόπο γραφής, κυρίως όμως θέτοντας τον εαυτό του στο επίκεντρο των μεγάλων συζητήσεων για τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον φεμινισμό, το νεαρό Εβραιόπουλο από το Νιου Τζέρσεϊ θα κέρδιζε το Βραβείο Πούλιτζερ με το πρώτο του κιόλας βιβλίο (Αντίο Κολόμπους, 1959) και θα βρισκόταν στο επίκεντρο μιας μείζονος διαμάχης για Το σύνδρομο Πορτνόι (1969).
Το βλάσφημο χιούμορ του, η συστηματική ενασχόλησή του με τη γενικώς απαγορευμένη και ενοχοποιημένη περιοχή του αυνανισμού, η ηδονική εκ μέρους του εκθεμελίωση της εικόνας του νομοταγούς ευυπόληπτου Εβραίου, το βούτηγμα στα απόνερα του φροϊδισμού και η απέχθειά του προς την πολιτική ορθότητα του εξασφάλισαν εγκαίρως μια ευπρόσδεκτη φήμη την οποία καλλιέργησε και ο ίδιος μέχρις υπερβολής. Προασπίστηκε με συνέπεια τη λογοτεχνική χώρα που είχε οριοθετήσει για τον εαυτό του. Ανέσυρε δε ως δυνάμει συμμάχους στον σκιώδη αγώνα του κατά των κριτικών και του ορθόδοξου εβραϊκού λόμπι συγγραφείς όπως ο Κάφκα (στον οποίο ανακαλύπτει και χιουμοριστικές ποιότητες), ο Τζόις, ο Χένρι Τζέιμς, ο Σελίν και κυρίως οι προηγηθέντες αυτού Αμερικανοεβραίοι Σαούλ Μπέλοου και Μπέρναρντ Μάλαμουντ, με τους οποίους συχνά πυκνά διαλεγόταν.
ΑΝΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ. Ο Ροθ απέρριπτε τη συχνά διατυπωμένη άποψη ότι το έργο του είναι 100% αυτοβιογραφικό. Πράγματι, το γεγονός ότι σπανίως οι ιστορίες του αποκολλώνται από το Νιου Τζέρσεϊ των πρώιμων χρόνων του για να ταξιδέψουν το πολύ πολύ μερικά χιλιόμετρα ώς το Μανχάταν, άντε και τη Νέα Αγγλία, το ότι οι βασικοί του ήρωες και η λογοτεχνική περσόνα του, ο Ζούκερμαν, είναι Εβραίοι, το ότι ακόμη και στα ύστερα βιβλία του ανασύρονται αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, έχουν οδηγήσει πολλούς κριτικούς στο συμπέρασμα ότι ο Ροθ δεν ήταν απλώς αυτοαναφορικός αλλά και καθαρά αυτοβιογραφικός. Ο ίδιος παραμέριζε μετά βδελυγμίας τις αιτιάσεις αυτές με αντεπιχειρήματα του τύπου «αν είμαι τόσο πειστικός που τα βιβλία μου μοιάζουν με αυτοβιογραφία, τόσο το καλύτερο για τα βιβλία». Μια άλλη διαρκής κατηγορία που του απηύθυναν είναι το ενίοτε ανεπεξέργαστο χιούμορ και οι εμμονικές, λεκτικά τραχείς σεξουαλικές αναφορές του. Εδώ ο Ροθ αντιπαρέθετε τον μαρκήσιο Ντε Σαντ, τον Ντ. Χ. Λόρενς, ακόμη και τον Φλομπέρ.
Ο βίος του έφτασε να αντανακλά τις διαμάχες για το έργο του αλλά και τις ευρύτερες συζητήσεις για τον ρόλο της λογοτεχνίας, την ελευθερία του λόγου στην Αμερική, την άνθηση της αντικουλτούρας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, τη σχέση λόγου και πολιτικής και άλλα πολλά θεωρητικά ή τρέχοντα ζητήματα. Ετσι κι αλλιώς ο Ροθ, όπως και ο Νόρμαν Μέιλερ (που επίσης δεν απέσπασε το Νομπέλ), αποτέλεσαν κεντρικά πρόσωπα ενός μυθοποιημένου μεταπολεμικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος. Το έργο του εξοικειώνει τον αναγνώστη με το εν μέρει άγνωστο, πυκνοκατοικημένο τοπίο των ιδεών και με την τρέχουσα κουλτούρα.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΔΙΚΙΑ. Το κακεντρεχές λογοτεχνικό ανέκδοτο για τον Φίλιπ Ροθ είχε περίπου ως εξής: κάθε χρόνο, την ημέρα της ανακοίνωσης του Νομπέλ Λογοτεχνίας, σηκώνεται από τα χαράματα στο ερημικό του σπίτι στο Κονέκτικατ. Ντύνεται με προσοχή, ξυρίζεται και περιμένει την Κάντιλακ του εκδότη του που θα τον μεταφέρει στο Μανχάταν, κάπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Εκεί, ολομόναχος σε μια αίθουσα συσκέψεων, περιμένει υπομονετικά ολημερίς την αναγγελία της απονομής, προβάροντας τις πρώτες δηλώσεις του στον Τύπο, ξεκαθαρίζοντας νοερά τους λογαριασμούς του με όσους τον αδίκησαν, ρουφώντας πού και πού μια γουλιά καφέ ή μασουλώντας ένα ντόνατ. Το απόβραδο, κι ενώ το Νομπέλ έχει καταλήξει σε κάποιο απόμακρο σημείο του πλανήτη, σε κάποια μάλλον άγνωστη στο λογοτεχνικό κατεστημένο της Νέας Υόρκης Ελφρίντε Γέλινεκ ή Χέρτα Μίλερ (κάτι που κανείς δεν έχει το θάρρος να του ανακοινώσει), ο Φίλιπ σηκώνεται με δυσκολία και σέρνει τα βήματά του ώς το ασανσέρ που θα τον οδηγήσει στο γκαράζ και από κει πίσω στο αγροτικό μελαγχολικό Κονέκτικατ. Αυτή η εικόνα με στοιχειώνει ως μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές αδικίες στην ιστορία του θεσμού. Τουλάχιστον υπάρχουν ακόμη αναγνώστες.

Τα Νομπέλ που δεν κέρδισε

Δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας στην ιστορία του θεσμού του Νομπέλ που να κέρδισε θεωρητικά το βραβείο τόσες φορές και άλλες τόσες να το έχασε στο τέλος της ημέρας από σαφώς «υποδεέστερους αντιπάλους», όπως λέμε και στο γήπεδο. Στην περίπτωση Ροθ μοιάζει σαν οι γέροντες της Στοκχόλμης να έβγαλαν όλο τους το άχτι απέναντι στην πολιτισμική επικυριαρχία των Αμερικανών και στην επιβολή της λογοτεχνικής τους ατζέντας σε όλο τον πλανήτη. Ο Φίλιπ Ροθ πρέπει να συνόψιζε στα μάτια τους την ικανότητα του εκάστοτε κυρίαρχου πολιτισμού –ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος –να επιβάλλει θεματικές γραμμές, θεωρία, στυλ γραφής, ακόμη και ιδεολογία, όσο κι αν ο Ροθ το αρνούνταν μετά βδελυγμίας.

Ο Μιχάλης Μοδινός είναι συγγραφέας. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Εκουατόρια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη