Ο Κάφκα στο Αουσβιτς
«Καθώς γράφω για τον Κάφκα, κοιτάζω μια φωτογραφία του, τραβηγμένη όταν ήταν σαράντα ετών (στην ηλικία μου), το 1924, την πιο ευχάριστη και αισιόδοξη χρονιά απ’ όσες θα γνώριζε ποτέ, τη χρονιά του θανάτου του. Το πρόσωπό του είναι αιχμηρό και αποσκελετωμένο, πρόσωπο ενός ανθρώπου που ζει με δανεικά: προτεταμένα ζυγωματικά, που τονίζονται ακόμη περισσότερο ελλείψει φαβοριτών· πεταχτά αφτιά, κολλημένα στο κεφάλι του σαν αγγελικές φτερούγες·έντονο, ζωώδες βλέμμα έκθαμβης αταραξίας –τεράστιοι φόβοι, τεράστιος αυτοέλεγχος· μαύρο κάλυμμα από ανατολίτικα μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω, πυκνά, το μόνο αισθησιακό χαρακτηριστικό του· η γνώριμη εβραϊκή καμπύλη στη γέφυρα της μύτης, η ίδια η μύτη μακριά και λίγο πιο βαριά στην άκρη –η μύτη των μισών Εβραιόπουλων που ήταν φίλοι μου στο σχολείο. Κρανία σμιλεμένα σαν κι αυτό φτυαρίστηκαν κατά χιλιάδες από τους φούρνους· αν είχε ζήσει θα ήταν ανάμεσά τους, μαζί με τα κρανία των τριών μικρότερων αδελφών του. Ασφαλώς δεν είναι πιο τρομακτικό να σκέφτεσαι τον Κάφκα στο Αουσβιτς απ’ ό,τι να σκέφτεσαι τον οποιονδήποτε εκεί μέσα –είναι απλώς τρομακτικό με τον δικό του, ξεχωριστό τρόπο. Αν είχε ζήσει, ίσως να είχε δραπετεύσει μαζί με τον καλό του φίλο Μαξ Μπροντ, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην Παλαιστίνη, πολίτης του Ισραήλ ώς τον θανάτό του εκεί, το 1968. Ομως να δραπετεύσει ένας Κάφκα; Μοιάζει απίθανο για κάποιον που τόσο σαγηνευόταν από την έννοια της παγίδευσης, που τόσο τον έλκυαν όσες βιοτικές διαδρομές κορυφώνονταν σ’ έναν αγωνιώδη θάνατο».
(«Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους», εκδ. Πόλις, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, 2014)
Μια συνέντευξη με τον Κούντερα
«Ροθ: Το γέλιο σάς απασχολούσε πάντα. Τα βιβλία σας προκαλούν γέλιο μέσω του χιούμορ και της ειρωνείας. Οι ήρωές σας υποφέρουν γιατί σκοντάφτουν σ’ έναν κόσμο που έχει χάσει την αίσθηση του χιούμορ.
Κούντερα: Εμαθα την αξία του χιούμορ στη διάρκεια της σταλινικής τρομοκρατίας. Ημουν τότε μόλις είκοσι ετών. Μπορούσα πάντα να αναγνωρίσω ποιος δεν ήταν σταλινικός, ποιον δεν χρειαζόταν να φοβάμαι, από τον τρόπο που χαμογελούσε. Η αίσθηση του χιούμορ ήταν αξιόπιστο σημάδι αναγνώρισης. Με τρομοκρατεί ένας κόσμος που χάνει την αίσθηση του χιούμορ».
(«Κουβέντες του σιναφιού», εκδ. Πόλις, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, 2004)

Ο Ζούκερμαν «κόβει» τον Ροθ
«Αγαπητέ Ροθ, το χειρόγραφο το διάβασα δύο φορές. Μου ζήτησες να είμαι ειλικρινής, ιδού λοιπόν: μην το εκδώσεις· είσαι πολύ καλύτερος όταν γράφεις για μένα, παρά όταν αναμεταδίδεις “με ακρίβεια” τη ζωή σου. Μήπως αποπειράθηκες να κάνεις θέμα σου τον εαυτό σου, όχι μόνο επειδή μ’ έχεις βαρεθεί, αλλά και επειδή πιστεύεις ότι δεν είμαι πια εκείνος μέσω του οποίου θα μπορέσεις να αποστασιοποιηθείς απ’ τη δική σου βιογραφία, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα τις κρίσεις, τα θέματα, τις εντάσεις, τις εκπλήξεις της; Λοιπόν, βασισμένος σε όσα μόλις διάβασα, θα έλεγα ότι έχεις τόση ανάγκη από μένα όση έχω εγώ από σένα –και το ότι σε χρειάζομαι είναι αδιαμφισβήτητο. Το να μιλήσω για οτιδήποτε “δικό μου” θα ήταν γελοίο όσο κι αν έχει παγιωθεί μέσα μου η ψευδαίσθηση μιας ανεξάρτητης ύπαρξης. Σου οφείλω τα πάντα, ενώ εσύ δεν μου οφείλεις τίποτε, πέρα από τη δυνατότητα που σου παρέχω να γράφεις ελεύθερα. Είμαι η εξουσιοδότησή σου, το διαβατήριο για την αδιακρισία σου, το κλειδί των αποκαλύψεων».
(«Τα γεγονότα – Η αυτοβιογραφία ενός μυθιστοριογράφου», εκδ. Πόλις, μετφ. Κατερίνα Σχινά, 2017. Ο συγγραφέας θέτει το βιβλίο υπό την κρίση του βασικού ήρωα των μυθιστορημάτων του, Νέιθαν Ζούκερμαν)