Το τελευταίο πεντάμηνο έχουν γραφεί πάρα πολλά για το Μακεδονικό Ζήτημα με αποκορύφωμα την πρόσφατη πρόταση Ζάεφ για ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ιλιντεν». Επομένως μόνον κάποιες σύντομες παρατηρήσεις μπορεί να προσθέσει όποιος ασχολείται με το θέμα «παλαιόθεν» και έχει σχετικές βιωματικές εμπειρίες, αν θέλει να μην επαναλαμβάνει γνωστές θέσεις που καταλήγουν σε κοινοτοπίες.
Η αυτοδιάθεση των λαών, όπως και η αυτοδιάθεση του ατόμου, αποτελεί στοιχειώδη όρο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της δημοκρατικής κοινωνίας. Ωστόσο στην επικρατούσα διεθνή «έννομη τάξη», άλλοι λαοί φαίνεται πως έχουν αυτό το δικαίωμα και το διακηρύσσουν υπό την υψηλή προστασία της παγκόσμιας υπερδύναμης, ενώ άλλοι το στερούνται και αναγκάζονται να το διεκδικήσουν με αιματηρούς αγώνες, που χαρακτηρίζονται από επίσημα χείλη ως τρομοκρατία ή ως αποσχιστικά κινήματα (Ιωάν. Μανωλεδάκης, Μάρτιος 1999). Τα δικαιώματα όμως των ανθρώπων και των λαών πρέπει να είναι σεβαστά αμοιβαίως, ιδιαιτέρως όταν θίγουν τους άλλους. Θα φέρω για τη συζητούμενη περίπτωση ένα προσωπικό παράδειγμα. Γεννήθηκα μέσα στην Κατοχή στο Κιλκίς από αρκάδα πατέρα και πόντια μητέρα. Το Κιλκίς, ως πόλη και επαρχία μετά το 1913, παρουσιάζει μία μοναδικότητα. Κατά 95%, ο πληθυσμός του είναι ετερόχθονας προσφυγικός, είναι δηλαδή μία πόλη σχεδόν εξ ολοκλήρου Ανταλλαξίμων Ελλήνων, που προήλθαν από τις αλησμόνητες πατρίδες (Στρώμνιτσα, Στενήμαχος, Πόντος, Ανατολική Θράκη κ.ά.). Εμείς δεν δικαιούμαστε δηλαδή αυτοπροσδιορισμού ως Ελληνες Μακεδόνες;
Στον σημερινό διάλογο με τα Σκόπια χρησιμοποιείται κατά κόρον –από ελληνικής κυρίως πλευράς –ο όρος «αλυτρωτισμός». Πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται εξ αντικειμένου τουλάχιστον για το παρόν status quo της περιοχής μας. Πιο ακριβές θα ήταν να τον αποκαλούμε «Μακεδονισμό», μια κατάσταση που συναντάται στο σημερινό κράτος των Σκοπίων με όλες τις πολιτειακές του μορφές από το 1944 έως σήμερα. Μέχρι το 1991, ως ιδεολόγημα των κομμουνιστικών καθεστώτων της περιοχής και έκτοτε με έναν αναμενόμενο άλλωστε φανατισμό από μία κοινωνία που γαλουχήθηκε με τη θεωρία της «κρατικής ύπαρξης και ασφάλειας». Σύμφωνα με αυτήν, η «Μακεδονία» προϋπήρχε «ανέκαθεν» (πιθανώς υπονοείται και από τους αρχαίους χρόνους) ως διακριτή πολιτική ενότητα και αφού αντιστάθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 «διαμελίσθηκε» μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων, ενώ αργότερα μικρό της τμήμα περιήλθε στην κυριαρχία της Αλβανίας. Η σερβική «Μακεδονία» (Vardarska Banovina μέχρι το 1941) απελευθερώθηκε το 1944 και αποτελεί σήμερα το κέντρο του «μακεδονικού έθνους» με «γλώσσα μακεδονική».
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, όντας και η ίδια διχασμένη, προσπάθησε να διχάσει και τις πολιτικές δυνάμεις και την ελληνική κοινωνία και με τη συνήθη της έπαρση να διαλαλεί ότι θα λύσει ένα εθνικό θέμα που λιμνάζει για πολλά χρόνια, επιχειρώντας να κομίσει κομματικά οφέλη. Μια λύση με ονομασία χωρίς τη λέξη Μακεδονία θα ήταν ιδανική για τη χώρα μας. Αφού όμως αυτό δεν φαίνεται εφικτό, τουλάχιστον ας γίνει συστηματική προσπάθεια δημιουργίας μιας εθνικής γραμμής αντιμετώπισης του Μακεδονισμού, επεξεργασίας και εξειδίκευσης του erga omnes, καθώς και κάθε δυνατής κατοχύρωσης με διεθνείς εγγυήσεις μιας συμφωνίας βιώσιμης.
Ο Κυριάκος Κ. Παπαϊωάννου είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ