Οι αξιοθαύμαστοι πάντα Ιταλοί με τη νέα τους κυβέρνηση φαίνεται ή να περνούνε της ελιάς τα φαρμάκια που περάσαμε εμείς με τον Βαρουφάκη και εντεύθεν, ή να αρχίσουνε σε λίγο τις κωλοτούμπες α λα ιταλικά, εφόσον ξεκινούνε από τις ίδιες αυταπάτες. Βέβαια αυτοί έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση, και είναι λογικό: κατόρθωσαν να επιβάλουν παγκοσμίως τα δικά τους αυτοκίνητα, από Φίατ και Λάντσια μέχρι Αλφα Ρομέο, να κάνουνε το σπαγκέτι α λα πουτανέσκα και την πίτσα μαργαρίτα εδέσματα για όλο τον ντουνιά, να επιβάλουν το μπαλσάμικο της Μόντενας, το ιταλικό τραγούδι, τα παπούτσια, τη μόδα και το ποδόσφαιρο –μέχρι και τη Μαφία ανέδειξαν διά του σινεμά σε ευαγές σωματείο, κάνοντας τον Νονό πιο αξιοσέβαστο κι απ’ τον Αγιο Αυγουστίνο.
Η ιταλική Καμόρα δημιούργησε αξιαγάπητους κινηματογραφικούς ήρωες, οι τράπεζες του Βατικανού θησαυρίζουν (εν ουρανώ) βεβαίως και νόμιμα, οι πόλεις τους είναι πάντα οι ωραιότερες του κόσμου και είναι πιο πιθανό σε όλη την Ιταλία να βρεις άνθρωπο που θα σου απαντήσει στα ποντιακά, παρά στα αγγλικά. Σωστοί. Σας μιλάει ένας παθιασμένος εραστής της Ιταλίας, ένας φελινο-παζολινικός.
Οι Ιταλοί πιστεύουν στη χώρα τους, στη γλώσσα τους, στην όπερα και στο μπελ-κάντο χωρίς καμιά επιβολή α λα Χομεϊνί και ορθώς πράττουν –ενώ εμείς, συγκριτικά, τι κάνουμε; Δεν υπάρχει μπιτς μπαρ εν Ελλάδι τώρα το καλοκαίρι που να μην παίζει χαζο-λάτιν με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο λες και βγήκαν όλα από την ίδια βιοτεχνία της Παραγουάης. Ναι, αλλά τι σχέση έχει το λάτιν με τη Χαλκιδική, ή με τη Λευκάδα, και πώς βρέθηκαν οι μουσικές της Βραζιλίας στη νήσο Σκιάθο και της Κούβας στη Νότια Κρήτη, εννοώ μόνο αυτές και κανένα ελληνικό τραγούδι; Καμιά ελληνική μουσική, από Χατζιδάκι έως Ρεμπούτσικα, και από Μίκη έως Ξυδάκη δεν ακούς πουθενά, σε κανένα ελληνικό μπιτς μπαρ. Κανένα, σχεδόν, ελληνικό τραγούδι. (Μερικά μπαρ το κάνουν χειρότερο: βάζουν αποκλειστικώς σκυλάδικα). Συνήθως ακούς μόνο ξένα –ιδίως, το καλοκαίρι, κι όχι καλά, έξοχα ξένα, που θα ήταν λογικό, αλλά μόνο τα συστηματικώς χαζοχαρούμενα, ρυθμικά λατινοειδή με τα γνωστά ελαφρά υλικά. Και βλέπεις και καλαμωτές παντού σαν να είμαστε ιθαγενείς από κάποιον άλλο, αφρικανικό τόπο –ευτυχώς ή δυστυχώς οι φοίνικες λόγω της πρόσφατης αρρώστιας άρχισαν να αραιώνουν από το ελληνικό τοπίο του ωραιότατου πεύκου και της ελιάς.
Για ελληνικό καφέ δεν μιλάμε –κυριάρχησαν από δεκαετίες και εδώ οι Ιταλοί με τα ωραία εσπρέσο τους, τα φρέντο καπουτσίνο τους, όπως και οι Γάλλοι. Το να παραγγείλεις ελληνικό καφεδάκι πικρομέτριο είναι κάτι που συνήθως προκαλεί από οίκτο μέχρι μειδίαμα περιφρόνησης –είσαι ντεμοντέ. Ενώ είναι τόσο κυριλέ να ζητήσεις έναν εσπρέσο στρέτο, ή λούνγκο –αυτός ναι, μάλιστα. Είναι νόμιμος. Οι Ιταλοί επέβαλαν τον καφέ τους, οι Γερμανοί την μπίρα, οι Γάλλοι τα κρουασάν κι εμείς, τι; Το κοντοσούβλι; Πάλι καλά που τα τελευταία χρόνια αρχίσαμε να αγαπάμε και να πίνουμε ελληνικά κρασιά που είναι εξαίρετα. (Η λαϊκή και φοιτητική ελληνική ρετσίνα, βασίλισσα κάποτε, επιβιώνει με το ζόρι τώρα που τέλειωσε και η αντίσταση μες στις υπόγειες ταβέρνες, «μες στους καπνούς και τις βρισιές»).
Και βέβαια το ίδιο συμβαίνει και σε πολλά ξενοδοχεία: αντί να σερβίρουν στο πρωινό και στα γεύματα μόνο ελληνικά προϊόντα, τοπικά, κυρίως της κοντινής περιοχής, ώστε να τα διαφημίζουν και να τα επιβάλλουν, βλέπουμε συνήθως αλλοδαπά τυριά και σαλάμια –κάποτε, στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας Θεσσαλονικεύς Εβραίος επέβαλε το γιαούρτι παγκοσμίως, κάνοντας το πρώτο εργοστάσιό του στην Ισπανία και μετά στις ΗΠΑ. Τώρα εξέλιπε αυτός ο οραματισμός, αν και τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κάποιος αγώνας για την περίφημη ελληνική φέτα, το λάδι, το τσίπουρο και άλλα –εδώ όμως μιλάμε για την κοινή αίσθηση, γι’ αυτόν τον ασυναίσθητο, μάλλον, πολιτισμικό, αυτοκτονικό γραικυλισμό που κυριαρχεί εντός της χώρας και που προτιμάει την γκούντα απ’ τα υπέροχα κρητικά κεφαλοτύρια, ή τα καπνιστά της Βέροιας και τόσα άλλα δικά μας, ασύγκριτα τυριά. Γιατί το εκάστοτε Παπαρόνε είναι καλύτερο απ’ το Μετσοβόνε;
Εντάξει, μας λείπει η αίσθηση του συνανήκειν. Αλλά και η αντίληψη του κοινού συμφέροντος; Εστω ο εθνικός, εμπορικός εγωισμός, το υποτυπώδες όραμα οικονομικής αυτάρκειας; Οι δαιμόνιοι Ιταλοί το κατάλαβαν νωρίς και φτιάξανε τη δική τους Τσινετσιτά, τα Φίατ στο Τορίνο, (όπου γεννήθηκε καταρχήν και η ιταλική μόδα), τα Καντσονίσιμα, τον Φουτουρισμό, τη μεγάλη ζωγραφική και κράτησαν τις πόλεις τους ανέγγιχτες απ’ τους εργολάβους. Εχουν το Κιάντι, έχουν τον Ντε Σίκα, τη Γιουβέντους, τη Φλωρεντία και το καμπάρι. Πήρανε τη ζωή του Αντρεότι (Il divo) και μέσω αυτής κέρδισαν βραβείο στις Κάννες. Είναι άπιαστοι.
Εχουνε και τον Μακιαβέλι. Να δούμε όμως τώρα θα τους βοηθήσει; Εμάς όχι, διότι και το να είσαι Μακιαβέλι θέλει αντίστοιχο μυαλό, οξυδέρκεια, κυνισμό και ευελιξία –εμείς στείλαμε τον πιο κομψευόμενο και από τους Ιταλούς Βαρουφάκη, ανυποψίαστο από τέτοια, μέσα στη φωλιά των πολύπειρων ευρωπαϊκών αλεπούδων και γύρισε πιο φαλακρός απ’ όσο ήταν. Και ήταν λογικό, προφανές –αλλά όχι για τους ιδεοληπτικούς που θα άλλαζαν την Ευρώπη. Τώρα θα προσπαθήσουν να το κάνουν οι Ιταλοί. Δοκιμασμένη συνταγή αποτυχίας, διότι κι αυτοί ξεκινούνε όχι ρεαλιστικά, αλλά ιδεοληπτικά, από άλλη βέβαια αφετηρία.
Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα; Οχι ακριβώς. Γιατί οι Ιταλοί, ό,τι και να συμβεί, έχουν κατακτημένο το πεδίο του αυτοσεβασμού και της όποιας αυτάρκειας, έχουν θεσμούς, παραγωγικό ιστό, έχουν αποκεντρωμένη εξουσία, έχουν κάποια συνοχή. Και να αποτύχουν και να ψάχνουν πάλι κανέναν Μπερλουσκόνι δεν θα έχουν μεγάλο πρόβλημα, διότι υπάρχει η Ιταλία, σε κάποιο βαθμό, υπεράνω και υποκάτω της πολιτικής. Εμείς και τσιγάρα να πάρουμε πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε τον Μιχελογιαννάκη.