«Βαράτε τον» ακούστηκε μια φωνή, σαν να έδινε το σύνθημα. Και μέσα σε δευτερόλεπτα, το αγριεμένο πλήθος που χλεύαζε, έβριζε και προγκούσε, μετατράπηκε σε πλήθος που καταδίωκε και χτυπούσε. Οι φοβερές σκηνές της επίθεσης στον Γιάννη Μπουτάρη θα μπορούσαν να είναι κι ένα απλό μάθημα για το πόσο λεπτή είναι η κόκκινη γραμμή που χωρίζει τη «χαμηλής έντασης» βία της διαπόμπευσης από τη δολοφονική βία του Λιντς.
Μα είναι άλλα, πιο επείγοντα μαθήματα που προέχουν.
Γιατί ήταν σαν ένα χέρι να άνοιξε, ξαφνικά, την καταπακτή, ώστε να δούμε καταπρόσωπο αυτό που έβραζε κάτω από τα πόδια μας. Δεν είναι μόνον η βιαιότητα της επίθεσης, η μανία των «κυνηγών». Είναι, προπάντων, αυτό το δηλητήριο που πλημμύρισε το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από το ίδιο βράδυ. Αυτά τα «καλά του κάνανε», αυτά τα «του άξιζε» ή –ακόμη χειρότερα –αυτό το «εντάξει, δεν έπρεπε να τον χτυπήσουν έτσι, αλλά κι αυτός δεν έπρεπε να λέει όσα λέει». Σαν το συνηθισμένο, απεχθές επιχείρημα υπεράσπισης του βιαστή: «εντάξει, δεν έπρεπε να το κάνει, αλλά κι εκείνη δεν έπρεπε να φορά τόσο κοντή φούστα».
Φαίνεται πως αυτός ο κύκλος της βίας, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια κακοφόρμιζε, αναζητώντας δικαίωση και δικαιολογία σ’ έναν ιερό «αντιμνημονιακό αγώνα», βρικολακιάζει και επιστρέφει. Αυτή τη φορά ακόμη πιο επικίνδυνος, αφού επικαλείται τώρα μια νέα «εθνικοφροσύνη», έναν ιερό «μακεδονικό αγώνα». Για την πατρίδα, ξανά. Ενάντια στους προδότες, ξανά. Αυτοί οι βρικόλακες έχουν μακρύ γενεαλογικό δέντρο.
Να εντοπίζεις το πρόβλημα, να ανοίγεις τα μάτια και να αναγνωρίζεις τον κίνδυνο είναι σημαντικό. Να τον αντιμετωπίζεις είναι δυσκολότερο. Ας χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστον τα διδάγματα της εμπειρίας μας. Την εμπειρία με την οργάνωση 17Ν, για παράδειγμα. Ο κύκλος της βίας της αναπαραγόταν για χρόνια, επειδή απέναντί του είχε μια (φθίνουσα) κοινωνική ανοχή και μια πλήρη αδυναμία των κρατικών υπηρεσιών που θα έπρεπε να την αντιμετωπίσουν. Οταν η ανοχή διακόπηκε και η Αστυνομία έμαθε να κάνει τη δουλειά της, το τέλος του βίου τής 17Ν δεν άργησε να έρθει. Ανάλογη είναι η εμπειρία και με τη Χρυσή Αυγή. Μια οργάνωση που δεν χρησιμοποιεί τη βία ως μέσο για κάποιο σκοπό, έχει τη βία ως ιδεολογία της, περνούσε για χρόνια, ως περιθωριακή, κάτω από τα ραντάρ. Μετά την εκλογική της εκτίναξη, το 2012, η βία της ξεχύθηκε στους δρόμους. Ενα κύμα λευκού τρόμου απλωνόταν ανεμπόδιστο επί 14 μήνες, από τον Ιούνιο του ’12 ώς τον Σεπτέμβριο του ’13. Δεν περνούσε μέρα δίχως κάποιο «χτύπημα» σε μετανάστες (αλλά όχι μόνο). Στα σπίτια τους, στα μαγαζιά τους ή σε αυλές σχολείων. Ανεμπόδιστο, επειδή μια παράξενη ανοχή περιέβαλλε τη δράση της. Και επειδή η Αστυνομία κοιτούσε αλλού και η Δικαιοσύνη αδρανούσε. Οταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα διέκοψε απότομα την ανοχή και η αδράνεια Αστυνομίας και Δικαιοσύνης ανατράπηκε, το κύμα του τρόμου ανακόπηκε.
Υπάρχει και τώρα, είναι φανερό, ένα θέμα αποτελεσματικής κατασταλτικής αντιμετώπισης. Υπάρχει ένα θέμα Αστυνομίας. Αλλά υπάρχει προπάντων ένα θέμα ανοχής. Κι υπάρχει κι ένα θέμα εθισμού στη βία. Μακροχρόνιου εθισμού στη βία σαν να είναι κάτι φυσιολογικό. Μερικές φορές και δικαιολογημένο.
Η ανάγκη διακοπής του εθισμού είναι, λοιπόν, το αληθινό μάθημα από τη φασιστική επίθεση του περασμένου Σαββάτου και όσα ακολούθησαν. Κι είναι γι’ αυτό απογοητευτική η αντίδραση της κυρίαρχης πολιτικής. Με τον Αλέξη Τσίπρα να θεωρεί πως είναι ευκαιρία να ανταποδώσει όσα του έσερναν όλα αυτά τα χρόνια περί υποκίνησης ή ανοχής στη βία, κατηγορώντας τη ΝΔ για την επίθεση. Και τη ΝΔ, αταβιστικά, να απαντά επαναφέροντας όλη την παλιά φιλολογία, γυρίζοντας πίσω, έως το 2008. Σαν να χρειάζονται οι τραμπούκοι επιπλέον άλλοθι –εκείνο της πολιτικής «κάλυψης».
Η διακοπή του εθισμού μας στη βία είναι το πρωτεύον. Η βία, βέβαια, εκδηλώνεται με διαφορετικούς βαθμούς έντασης, υπάρχει μια διαβάθμιση του κακού. Να γιαουρτώνεις τον Πάγκαλο είναι, προφανώς, εντελώς άλλης τάξης βία από το να δολοφονείς με μαχαίρι, στη μέση του δρόμου, τον Παύλο Φύσσα –για να επαναλάβω μια παρεξηγημένη, ατυχή μικρή φράση που με έκανε για 24 ώρες διάσημο σε μια γειτονιά φανατικών της μπλογκόσφαιρας. Αλλά δεν είναι μόνον ότι, όπως έδειξε η εμπειρία του περασμένου Σαββάτου, μερικές φορές η κόκκινη γραμμή που χωρίζει διαφορετικά επίπεδα βίας είναι εξαιρετικά λεπτή. Είναι που, όταν η βία απλώνεται, όταν η κοινοτοπία του κακού μάς κυκλώνει, η αντικειμενική διαβάθμιση του κακού δεν μπορεί να αφορά την αποδοκιμασία του. Που πρέπει να είναι αδιαβάθμητη.