Θα είχε ενδιαφέρον ως πείραμα: πώς άραγε θα σατίριζε ο πρώιμος Χάρρυ Κλυνν τον όψιμο; Πόσο από το πρωτογενές ταλέντο της μεταπολιτευτικής περιόδου θα ξόδευε για να αυτοσαρκαστεί ως αντιμνημονιακός κήρυκας; Ποιους χαρακτήρες από την εποχή της πασοκικής αυτοκρατορίας θα επιστράτευε για να τις προσαρμόσει στον καιρό της αγανάκτησης; Το πείραμα δεν έγινε ποτέ, επειδή ο Χάρρυ Κλυνν της όψιμης περιόδου ταυτίστηκε τόσο έντονα με το ακροατήριό του, ώστε να αμβλύνει τις πραγματικές αιχμές της σάτιρας. Δεν ήταν ο μόνος, άλλωστε. Η «κάθοδος προς τον λαό», όπου οι παλιές αμαρτίες σβήνονταν και οι αντιμνημονιακοί μπορούσαν να αναγεννηθούν, ήταν η μέθοδος που ακολούθησαν πολλοί καλλιτέχνες εκφράζοντας την πίστη τους στην επαγγελία της πολιτικής αλλαγής. Ο ίδιος ο Κλυνν δήλωνε το 2015, όταν μάλιστα είχε κοπεί από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Θεσσαλονίκης: «Μετά από τα καταστροφικά Μνημόνια με τα οποία οι εκάστοτε κυβερνήσεις μας έβαλαν την Ελλάδα σε γύψο, στράφηκα προς αντιμνημονιακά κόμματα όπως είναι το ΣΥΡΙΖΑ, έκτοτε δίνω όλη μου τη στήριξη προς το κόμμα αυτό».
Ηταν η εποχή που το επιθεωρησιακό οπλοστάσιο κατέληγε άσφαιρο. Οι παρλάτες δεν συγκινούσαν, τουλάχιστον όσο οι πύρινοι λόγοι στις πάσης φύσεως πλατείες. Από ένα σημείο κι έπειτα ο Χάρρυ Κλυνν εκδήλωσε την ίδια αδυναμία με τους άλλους εκπροσώπους του είδους που έβλεπαν τον Πολάκη, τον Τσακαλώτο και τον Καμμένο να τους παίρνουν την ατάκα από το στόμα. Η πραγματικότητα του κοινοβουλευτικού επιπέδου και οι λαϊκιστικές παραφυάδες του υπερέβαιναν την κειμενογραφική σάτιρα και τα ανέξοδα πλέον αστεία των κωμικών.
Αλλά κι εκείνο το «Ελλάδα σε γύψο» έδειχνε προς μια άλλη κατεύθυνση, στην οποία στρεφόταν ο άλλοτε γελωτοποιός των μικροαστικών μας ηθών. Η αθυροστομία έδινε τη θέση της στην καταγγελία. Ο εθνικολαϊκισμός διαπερνούσε οριζόντια τα πολιτικά κόμματα, τις επαγγελματικές τάξεις και την καλλιτεχνική έκφραση. Στη δεύτερη τηλεοπτική «καριέρα» του ο Χάρρυ Κλυνν εμφανιζόταν αγανακτισμένος και επιθετικός στο παλιό σύστημα, σε συντονισμό με τις διαθέσεις του «λαού» (κι όμως, το 2006 είχε κατεβεί υποψήφιος δήμαρχος στη γενέθλια Καλαμαριά με τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας). Εδειχνε να μοιράζεται περισσότερες αναφορές με τους «ψεκασμένους» παρά με τη μεσαία τάξη που επιφορτιζόταν την εφαρμογή των Μνημονίων.
Οχι ότι στην πρώτη περίοδό του δεν αφουγκραζόταν τις διαθέσεις της εποχής: ελευθεριότητα στον λόγο και τα εκφραστικά μέσα, επαμφοτερίζουσα στάση για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΟΚ, απενεχοποίηση των επιθυμιών. Αλλά τότε έμπαινε στο παιχνίδι του θεάματος με εφόδια από την αμερικανική stand up comedy, την οποία είχε «διδαχθεί» στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Γνώριζε τους ρυθμούς, έψαχνε τις ατάκες, βασιζόταν στο κείμενο (σταθερός κειμενογράφος του τη δεκαετία του 1980 ο Γιάννης Κακουλίδης), τελειοποιούσε τους αυτοσχεδιασμούς. Στις ταινίες του, αλλά και τις best seller κασέτες του –ατάκες από τις οποίες αντάλλασσαν οι μαθητές στα διαλείμματα –σάρκαζε με τη μεγαλύτερη άνεση τον νεοέλληνα μικροαστό που άφηνε πίσω του τα χούγια του χωριού για να αλώσει τα σαλόνια. Σε αρκετές αποχρώσεις, μάλιστα, διαφαίνεται η αντίθεσή του με τον υφέρποντα αυριανισμό της περιόδου. Ο δικομματισμός και η πόλωση που ευνοούσαν τις πολλαπλές μεταλλάξεις των συμπατριωτών του τού έδιναν τις πρώτες ύλες για να παρωδήσει το ύφος μιας ολόκληρης εποχής. Εξού και το σκετσάκι με το ντουμανιασμένο σκυλάδικο (όπου ένας από τους θαμώνες κρατάει ένα σκυλί), ο τεφλόν Τραμπάκουλας που τρέπει σε φυγή τον αριστερό προσηλυτιστή (Κωνσταντίνος Τζούμας) και ο Αρτέμης που υπό τη μελωδία των «Τεσσάρων εποχών» του Βιβάλντι απαγγέλλει –από εγκυκλοπαίδεια! –τους στίχους «Βρε μελαχρινάκι / με πότισες φαρμάκι / Με πότισες φαρμάκι / βρε μελαχρινάκι».
Είναι η εποχή που η περσόνα του Χάρρυ Κλυνν εντάσσεται με αξιώσεις στο καλλιτεχνικό τοπίο της δεκαετίας του 1980. Οι Διονύσης Σαββόπουλος, Κώστας Φέρρης και Γιάννης Κακουλίδης γίνονται επιβάτες του Ταξιτζή στο «Made in Greece» (1987), ο πρώτος τον καλεί στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», ο Κλυνν συναντάει τον Στέλιο Καζαντζίδη σε μια ταβέρνα της Θεσσαλονίκης για εκπομπή της ΕΡΤ το 1981 (όπου ο κορυφαίος ερμηνευτής τού τραγουδάει μόνο με κιθάρα το «Μια παλιά ιστορία») και ο ίδιος υποδύεται τον σχολιαστή τέχνης με το εντελώς ιδιότυπο συντακτικό: «Διότι ο σινεμάς τη σήμερον ημέρα δεν είναι αβγολέμονο να κόψει. Ο σινεμάς πρόκειται περί αλισβερίσι. Ο καλλιτέχνης δώνει και ο λαός παίρνει… Ετσι και του ρίξεις αψηλό νόημα κομπλάρει. Και ενώ εσύ του λες μεταξύ των δύο οδών συντομοτέρα η ευθεία, αυτός σου λέει Ταρζάν, αούγκ και τσίτα. Κυκλοφοριακόν χάος. Ετσι, όμως, και του ρίξεις κλαρίνο, φουστανέλα και τελεμέ, καθάρισες. Κάνεις και την κονόμα σου και είσαι και ο πρώτος άμα λάχει».
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ίδια αστεία αντέχουν στον χρόνο ή ότι θα γελάσουν όλοι αν ξαναβάλουν εκείνες τις παλιές κασέτες να παίξουν. Αν εφαρμοστούν οι νεότεροι κανόνες για ισότιμη απεικόνιση των φύλων, για σεξισμό και φεμινισμό, ο Κλυνν της πρώτης περιόδου ακούγεται πιθανότατα «αρχαϊκός». Το ίδιο και οι διάλογοι Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, τη μίμηση των οποίων κατά κάποιον τρόπο καθιέρωσε ο Κλυνν, για να ακολουθήσουν αρκετές κόπιες. Αλλη μία ένδειξη ότι ο ασεβής και αθυρόστομος γελωτοποιός υπήρξε τέκνο της εποχής του αλλάζοντας κάθε φορά το κοστούμι της ερμηνείας. Από ένα σημείο κι έπειτα μπορεί ο ίδιος να μην έπαιξε ή να μην υπερασπίστηκε τους ρόλους της ζωής του. Αλλά να έκανε τη ζωή του έναν ρόλο. Κι αυτός τελικά αποδείχθηκε ο δυσκολότερος.