Η Κύπρος έκλεισε τον κύκλο του Μνημονίου το 2016 και δείχνει να επιστρέφει στην ανάπτυξη, ανακτώντας την παλιά της αίγλη. Στο νησί ωστόσο δείχνουν να επιστρέφουν και οι ρώσοι ολιγάρχες και όχι μόνο. Εδώ και καιρό η Κύπρος βρίσκεται στο στόχαστρο του FBI και του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μούλερ, ο οποίος ερευνά την εμπλοκή των Ρώσων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2016.
Ο τέως κεντρικός τραπεζίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012-13) και νυν καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Leicester, ένας επιστήμονας που τυγχάνει παγκόσμιας αποδοχής, ο Πανίκος Δημητριάδης, μιλώντας στα «ΝΕΑ» σημειώνει ότι «πρόσφατα έχουν δει το φως της δημοσιότητας ισχυρισμοί ότι η Κύπρος –πιο συγκεκριμένα ο τραπεζικός της τομέας –έπαιξε καταλυτικό ρόλο αναφορικά με τη χρηματοδότηση του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ από ρώσους ολιγάρχες. Ενας από αυτούς είναι ο μεγαλομέτοχος της Τράπεζας Κύπρου Βίκτορ Βέξελμπεργκ, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στη “μαύρη λίστα” των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, ώς γνωστόν, ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Γουίλπουρ Ρος, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν αντιπρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου, παραμένει μεγαλομέτοχος της ίδιας τράπεζας. Αυτή η “σύμπτωση” δεν έχει περάσει απαρατήρητη στις ΗΠΑ και απασχολεί πιστεύω και την έρευνα Μούλερ όπως και τα αμερικανικά ΜΜΕ».
«Είναι γεγονός όμως ότι πολιτικά εκτεθειμένα άτομα –με τεράστιο πολιτικό εκτόπισμα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ –φαίνεται να ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, φαινόμενο από το οποίο απορρέουν τεράστιοι κίνδυνοι» τονίζει ο Πανίκος Δημητριάδης προειδοποιώντας ότι «η μετατροπή της Κύπρου σε κέντρο εξυπηρέτησης ξένων ολιγαρχών εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους». Σημειώνει πως «η εισροή ρωσικού χρήματος μέσω πολιτικά συνδεδεμένων κυπριακών δικηγορικών γραφείων ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που οδήγησαν στην κρίση του 2012-13» και υπογραμμίζει ότι «το τραπεζικό σύστημα διπλασιάστηκε σε μέγεθος την περίοδο 2005-10, ενώ οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες είχαν ισολογισμό που έφθασε να είναι τετραπλάσιος του ΑΕΠ της χώρας. Και αυτό γιατί η πολιτεία επέλεξε, καθόλου τυχαία, ένα χαλαρό σύστημα ρύθμισης και εποπτείας, με το οποίο το τραπεζικό σύστημα λειτουργούσε σχεδόν ανεξέλεγκτα, σε στενή συνεργασία με συγκεκριμένα, πολιτικά συνδεδεμένα, δικηγορικά γραφεία».
Επιχείρηση «χρυσή βίζα». Ο νέος, πλέον αποδοτικός και νομιμοφανής τρόπος ξεπλύματος χρήματος στην Κύπρο υποστηρίζεται ότι είναι οι «χρυσές βίζες», μέσω των οποίων πολίτες εκτός ΕΕ (κυρίως ρώσοι, ουκρανοί και κινέζοι ολιγάρχες) αγοράζουν άδειες παραμονής αντί επενδύσεων 2 εκατ. ευρώ σε ακίνητα ή 2,5 εκατ. ευρώ σε ομόλογα ή εταιρείες. Υπολογίζεται από τη Διεθνή Διαφάνεια ότι η Κύπρος κέρδισε από το 2014 μέχρι σήμερα περίπου 4,8 δισ. ευρώ, από το πρόγραμμα Golden visa. Το συγκεκριμένο μέγεθος αντιστοιχεί περίπου στο 25% του ΑΕΠ της χώρας, κεντρίζοντας αρνητικά και το ενδιαφέρον της Κομισιόν. Καλά πληροφορημένες πηγές της Κομισιόν επισημαίνουν στα «ΝΕΑ» ότι η Λευκωσία (καθώς και η Μάλτα) έχει μπει στο στόχαστρο της ΕΕ, εκνευρίζοντας ιδιαίτερα τις Βρυξέλλες, οι οποίες φέρονται να κατηγορούν την Κύπρο ότι πουλά άδειες παραμονής σε ρώσους και ουκρανούς ολιγάρχες, σε ένα ιδιότυπο χρηματιστήριο ξεπλύματος χρήματος, ανησυχώντας –σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές –καθώς το «πλυντήριο» εξελίσσεται και προσφέρει όχι μόνο «στεγνό καθάρισμα» σε χρήματα από παράνομες ενέργειες, αλλά και ευρωπαϊκά διαβατήρια… Ανθρωποι στην Κύπρο που έχουν υπηρετήσει κατά το παρελθόν σε υψηλότατα κυβερνητικά κλιμάκια υποστηρίζουν ότι οι «χρυσές βίζες» φτάνουν να κοστίζουν στους ενδιαφερομένους πολύ περισσότερο από τα νόμιμα, καθώς μεγάλα δικηγορικά γραφεία που αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωσή τους ζητούν επιπλέον χρήματα για τα «απαραίτητα έξοδα», με το ξέπλυμα χρήματος στο νησί και τις δυνατότητες που παρέχονται να αλλάζουν επίπεδο…
Οπως επισημαίνει σχετικά ο Πανίκος Δημητριάδης, «τα διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζουν το πρόγραμμα πολιτογράφησης ως μια μετεξέλιξη της Κύπρου από το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στο ξέπλυμα ολιγαρχών. Και το θεωρούν κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρώπη, γιατί πρόκειται για πρόγραμμα παραχώρησης διαβατηρίου χώρας – μέλους της ΕΕ. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά, ένας από τους ολιγάρχες που ωφελήθηκαν είναι ο Ολεγκ Ντεριπάσκα, ο οποίος βρίσκεται στη μαύρη λίστα των ΗΠΑ, γιατί θεωρείται ύποπτος όχι μόνο για ξέπλυμα, αλλά και για εμπλοκή σε δολοφονίες ρώσων επιχειρηματιών».
Νέα απειλή. Την ίδια στιγμή ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου εμφανίζεται να «απειλείται» εκ νέου από τη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα, στην οποία η κυβέρνηση έκανε τον Απρίλιο ένεση ρευστότητας 2,5 δισ.ευρώ για να συνεχίσει η τράπεζα να εκταμιεύει χρήματα, χωρίς όμως την άδεια της Κομισιόν. Η τράπεζα έχει συσσωρεύσει κόκκινα δάνεια ύψους 6,2 δισ. και η κυβερνητική ένεση είχε στόχο την αποτροπή μιας νέας τραπεζικής κρίσης και κλίματος πανικού στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο στη χώρα είναι δυσανάλογα μεγάλο, με κάποιους να επιχειρούν να συνδέσουν τη συγκεκριμένη τράπεζα με ξέπλυμα χρήματος. Ωστόσο πρώην πολιτικά στελέχη ανώτατων κλιμακίων του κυπριακού υπουργείου Οικονομικών υπογραμμίζουν ότι η συγκεκριμένη τράπεζα είχε πελάτες Κυπρίους στη συντριπτική τους πλειονότητα και καταγγέλλουν προσπάθειες διάλυσης του συνεταιρισμού –που στην Κύπρο έχει εξαιρετικές επιδόσεις και παράδοση –σημειώνοντας ότι μεθοδεύεται πώληση του καλού τμήματος της τράπεζας «goodbank», με τα βάρη της «badbank» να αναλαμβάνει το κράτος και να μετακυλίονται στους φορολογουμένους. Σημειώνουν δε ότι οι κατηγορίες για ξέπλυμα ίσως να είναι και μία νέα απόπειρα αποδυνάμωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και επίθεσης στη Λευκωσία.
«Οι κυπριακές τράπεζες συνεχίζουν δυστυχώς να βρίσκονται στο επίκεντρο της φημολογίας, παρά τις βελτιώσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια στη ρύθμιση και την εποπτεία τους, λόγω Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού αλλά και του προγράμματος οικονομικής αναπροσαρμογής, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2016» σημειώνει από την πλευρά του ο Πανίκος Δημητριάδης, ο οποίος στρέφει την προσοχή στην Τράπεζα Κύπρου και προσθέτει: «Σήμερα πιστεύω το κύριο ερώτημα είναι η ικανότητα και καταλληλότητα των μεγαλομετόχων και των μελών των ΔΣ τους, για τους λόγους που ανάφερα πιο πάνω αφού π.χ. ο πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου, ως γνωστόν, είναι μέλος του ΔΣ της Renova (εταιρεία που ανήκει στον Βίκτορ Βέξελμπεργκ). Αυτό το ζήτημα –δηλαδή ο έλεγχος ικανότητας και καταλληλότητας μελών του πρώτου ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου μετά την εξυγίανσή της από την Κεντρική Τράπεζα –ήταν και ένας από τους λόγους που δέχθηκα επιθέσεις από την κυβέρνηση το 2013. Είναι ένα θέμα το οποίο περιγράφω στο βιβλίο μου και το οποίο αφορούσε τη συμμετοχή ρώσων και ουκρανών ολιγαρχών οι οποίοι εκπροσωπούνταν από γνωστά πολιτικά συνδεδεμένα δικηγορικά γραφεία»…