Είναι σαν ένα μπρος – πίσω στον χρόνο. Και διατυπώνεται με τη μορφή ερωτήματος: Αν η Ιταλία απέφυγε ένα ελληνικό ’15, γιατί η Ελλάδα δεν έζησε ένα ιταλικό ’18; Γιατί παρασύρθηκε στη δίνη της υπερήφανης διαπραγμάτευσης, των ζουρνάδων που θα έκαναν τις αγορές να χορεύουν, της φενάκης των δανεικών από τη Ρωσία ή την Κίνα, του plan B με τα παράλληλα νομίσματα και τα ντου στο νομισματοκοπείο; Γιατί χρειάστηκε να γίνει το περήφανο «όχι» ένα ταπεινωτικό και πανάκριβο «ναι» για να ξυπνήσει, ενώ στην Ιταλία σήμανε συναγερμός στη σκέψη και μόνο ότι θα αναλάμβανε το υπουργείο Οικονομικών ένα υβρίδιο ανάμεσα στον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου;
Οχι πως η Ιταλία έχει γλιτώσει την καταστροφή –κάθε άλλο. Το προεδρικό βέτο έκανε τους λαϊκιστές του Κινήματος Πέντε Αστέρων και την Ακρα Δεξιά της Λέγκας να ανεβούν στα κάγκελα –κι από εκεί, από τα κάγκελα, θα συνεχίσουν να κατηγορούν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας για «εσχάτη προδοσία». Και στην Ιταλία οι λέξεις θα χάσουν το νόημά τους, κι εκεί η υπερβολή θα σαρώσει τα πάντα για να γραφτούν οι θούριοι της ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας.
Αλλά από αυτό το ’15 που απέφυγε, τουλάχιστον αυτή τη φορά, ξώφαλτσα η Ιταλία, αξίζει να συγκρατήσει κανείς το θεσμικό τείχος που υψώθηκε. Να παρατηρήσει την αποφασιστικότητα του αρχηγού του κράτους να υπηρετήσει τον ρόλο του εγγυητή των συμφερόντων του έθνους. Για να καταλάβει ότι δεν έλειψε ένας Ματαρέλα από την Ελλάδα του ’15. Ελειψε όμως ο φύλακας σε ένα πολιτικό σύστημα που στην καλύτερη περίπτωση μοιάζει με παιδική χαρά. Και στη χειρότερη με τρελοκομείο.