Οι Ιταλοί ψήφισαν και ανέδειξαν δύο κόμματα στην εξουσία που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: διεκδικούν να επιστρέψει στην Ιταλία μεγαλύτερη εθνική κυριαρχία από αυτή που είχαν εκχωρήσει μέχρι τώρα προς τις Βρυξέλλες. Αυτό τους οδήγησε να συνθέσουν μια κυβέρνηση που θα είχε έναν ογδοντάχρονο ευρωσκεπτικιστή στο τιμόνι των οικονομικών τους. Ο πρόεδρος της Ιταλίας όμως κρατώντας μια αιφνιδιαστικά σκληρή γραμμή αρνήθηκε τη δυνατότητα να ορκιστεί ο προτεινόμενος υπουργός, πηγαίνοντας ίσως και λίγο πιο μακριά από τον ρόλο του. Γιατί είναι πρωτοφανές ότι στον βαθμό που ο υπουργός οδηγούσε (από μόνος του;) σε μια πραγματική περιπέτεια με το ευρώ, ο πρόεδρος μπορούσε να του το αρνηθεί. Εάν όμως εντός του ευρώ η νέα κυβέρνηση έθετε θέματα διαπραγμάτευσης για την οικονομική πολιτική που ακολουθείται στην ευρωζώνη, τότε προφανώς η αποτροπή της προοπτικής αυτής μάλλον δεν βρίσκεται στο πλαίσιο των δικαιοδοσιών του. Ετσι η περίπτωση της Ιταλίας αρχίζει να διαφοροποιείται από την ελληνική περίπτωση. Εδώ δοκιμάσαμε όλο το έργο της διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους. Βιώσαμε την ήττα του καλοκαιριού του 2015, επανακάμψαμε για να συζητάμε πλέον (μέχρι στιγμής) για απόλυτη έως υπερβολική ευθυγράμμιση (υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα).
Η Ιταλία ουσιαστικά κέρδισε χρόνο για να ξανασυζητήσει τις προοπτικές της. Γιατί βεβαίως κανείς δεν περιμένει ριζικές πολιτικές μεταβολές στις επερχόμενες ιταλικές εκλογές.
Θα λέγαμε ότι η φιλευρωπαϊκή ελίτ μάλλον σκληραίνει τη στάση της. Ισως η μέχρι τώρα αποτυχία του Brexit, η παλαιότερη αποτυχία των αντισυστημικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η ιδιόμορφη διαχείριση της Καταλωνίας, η προοπτική διερεύνησης της ευρωπαϊκής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια μάλλον είναι ενδείξεις ότι η ευρωζώνη έχει προοπτικές, ενώ οι αντισυστημικοί ευρωσκεπτικιστές δεν έχουν ουσιαστική πρόταση.
Αυτή η σύγκρουση της φιλευρωπαϊκής στάσης προδικάζει αντίστοιχη στάση και απέναντι στις ελληνικές απαιτήσεις του Ιουνίου για τη ρύθμιση του χρέους και την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο;
Υπάρχουν δύο αναγνώσεις: η μία λέει ότι η περαιτέρω φιλευρωπαϊκή ελληνική ευθυγράμμιση μπορεί να επιβληθεί μέσα από μια πιο σκληρή γραμμή των θεσμών για το ζήτημα του χρέους και της εξόδου, δεδομένου ότι εξελίξεις όπως η περίπτωση της Ιταλίας αποκλείουν μεγάλες παραχωρήσεις. Η δεύτερη λέει ότι θα επιχειρήσουν να κλείσουν το ελληνικό θέμα για να μην ανοίξει άλλη μία πληγή δίπλα σε αυτήν της Ιταλίας.
Ομως οι αγορές έχουν αναταραχθεί. Τα spreads ανεβαίνουν. Η χρηματοδότηση των μελλοντικών ιταλικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων γίνεται πολύ ακριβή στο πλαίσιο μιας αυτοπυροδοτούμενης εξέλιξης.
Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί περισσότερο κοντά στην πρώτη ανάγνωση, παρά στη δεύτερη. Το περιθώριο για τη μη επιβολή ενός αυστηρού υβριδικού προγράμματος εποπτείας στην Ελλάδα απομακρύνεται. Οχι με την έννοια της επιλογής της πολιτικής από πλευράς των εταίρων μας, αλλά με την έννοια του αναγκαστικού μονοδρόμου. Οι αγορές έχουν ευαισθητοποιηθεί κυρίως λόγω της ευρύτερης αναταραχής (αναπτυσσόμενες χώρες, κύκλος επιτοκίων). Δεν χαρίστηκαν ούτε στον Μάκρι της Αργεντινής που είναι αποδεδειγμένα φίλος τους. Και να ήθελαν διαφορετικά οι Ευρωπαίοι, η υποδοχή αδύνατων παικτών στο διεθνές σκηνικό των αγορών γίνεται πλέον με πολύ μεγαλύτερο σκεπτικισμό. Ούτε ακόμα και αν συνδεόταν το ελληνικό ζήτημα με μια ενεργή εξέλιξη του Σκοπιανού δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην πραγματικότητα των αγορών και στην προοπτική της εξόδου και του χρέους.
Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ