Ενα όνομα είναι πάντα ένα όνομα. Και ελάχιστη ή μάλλον ανύπαρκτη είναι η ευθύνη του ανθρώπου που το φέρει, αφού η επιλογή του χρεώνεται αποκλειστικά στους γονείς ή στους αναδόχους, έτσι ώστε Αναξίμανδρος ή Χρυσοβαλάντης είναι εντελώς κουτό να τους κρίνει κανείς για κάτι που το απέκτησαν σε ηλικία πλήρους άγνοιας. Βέβαια όταν βαφτίζεται ένα παιδί σπάνια σκέφτεται κανείς ότι μαζί με το διακριτικό του ονόματος, που δεν παύει να παραμένει κάτι αυθαίρετο, αφού, αντί για Παύλο, Λεωκράτη, Ελένη ή Εύα, θα μπορούσε να του δοθεί ένα τελείως διαφορετικό όνομα, του μεταγγίζεται ταυτόχρονα κι ένα επιπλέον στοιχείο διάκρισης. Να ξεχωρίζει δηλαδή τα πράγματα με έναν τρόπο συμβατικό, άρα απάνθρωπο, αν όχι εγκληματικό. Να ταξιθετεί τους ανθρώπους, σε σχέση με αυτό που βαθύτερα κουβαλάνε και αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με το συμβατικό διακριτικό στοιχείο του ονόματος, ώστε πλούσιος και φτωχός, θρησκευόμενος και άθεος, ομοφυλόφιλος και στρέιτ, να μην είναι πια κάτι χαρακτηριστικό βέβαια, αλλά μια ιδιότητα που κρίνει το άπαν ενός ανθρώπου. Εχει δει και ακούσει κανείς τόσα περιστατικά σε σχέση με τα ονόματα που, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να τα υπολογίζει περισσότερο ως ένα στοιχείο απαραίτητο όσον αφορά την αστυνομική ταυτότητα παρά ως μια προϋπόθεση που του επιτρέπει να συμπεραίνει ποιος είναι ο άλλος.
Θα μπορούσε το όνομα ενός ανθρώπου να έρχεται ως κάτι τελευταίο στη συνάντηση δύο ανθρώπων ή να μην αναφέρεται καθόλου, αν σκεφτούμε πόσο καρποφόρες υπήρξαν συχνά συναντήσεις ανθρώπων που δεν τους επιτρεπόταν να ανταλλάξουν τα ονόματά τους ή πόση καταστροφή ακολούθησε όταν έγιναν γνωστά τα ονόματα του ενός στον άλλον. Βεβαίως όσα κι αν γράψουμε για τα ονόματα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αγγίξουμε την πληρότητα δύο στίχων του Τάσου Λειβαδίτη που λένε: «Εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους / για να μπορεί τώρα όλους μ’ ένα όνομα να τους θυμάται ο Θεός». Δυο στίχοι που ισότιμη η αισθητική τους αξία με τη θεολογική τους καταγωγή, μας θυμίζουν πως με όποιο όνομα κι αν έζησε ένας άνθρωπος, δεν θα έπρεπε να τον έχει δεσμεύσει καθόλου ως προς την εικόνα που πραγματικά τον αντιπροσώπευε, αφού για απεράντως μακρύτερο χρονικό διάστημα τελικά –για μια αιωνιότητα δηλαδή –θα μείνει «γνωστός» με το ίδιο όνομα που έχουν και όλοι οι άλλοι, προηγούμενοι και επόμενοι.
Αξίζει ωστόσο να παρατηρήσει κανείς και τούτο: όσο πιο χειραφετημένοι είναι άνθρωποι σε σχέση με το όνομά τους –ιδιαίτερα αν συμβαίνει να είναι πολύ γνωστοί ή και διάσημοι –όσο λιγότερο συμβαίνει να τους δεσμεύει το κατά κόσμον, δηλαδή το κατά συνθήκην, όνομά τους κι όσο λιγότερο νοιάζονται όσα λένε ή κάνουν να ανταποκρίνονται στην εικόνα τους, που τρέχει λόγω του ονόματός τους πολύ πιο γρήγορα, τόσο πιο ελεύθεροι και δημιουργικοί παραμένουν. Αντίθετα, όσοι αισθάνονται το όνομά τους αυτό καθεαυτό ως ένα αμετακίνητο και αδιαμφισβήτητο περιουσιακό στοιχείο τόσο πιο στάσιμοι και ανεξέλικτοι εμφανίζονται. Κοιτάξτε γύρω σας και θα καταλάβετε τι ακριβώς εννοούμε.