Πριν από τριάντα χρόνια βρέθηκα στη Σικελία, Πάσχα. Και ήταν κατά ευτυχή συγκυρία Πάσχα κοινό ορθόδοξο και καθολικό. Ετσι μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω τις δύο άγιες εβδομάδες των Παθών στις δύο λαϊκές αναπαραστάσεις του Πάθους. Η ορθόδοξη εκδοχή γίνεται στην περιοχή των Γκραικών ή των Αλβανών (ντέι Γκρέτσι, ντέι Αλμπανέζι). Εκεί, στη μικρή γεωγραφική ενότητα στην οποία δόθηκε από τον Μουσολίνι το προνόμιο της Αουτονόμια, της αυτονομίας, κατοικούν από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Αλβανοί που έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο ανατολικό δόγμα. Ετσι τη Μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο άκουσα τα εγκώμια στα λατινικά, τα ελληνικά και τα αλβανικά, το ένα μετά το άλλο. Το καθένα με το ήθος και το ύφος της ιστορικής του φωνητικής παράδοσης. Πριν από μισόν αιώνα, πάλι Πάσχα, είχα παραστεί στη Μεγαλοβδομάδα στα βουνά της Πίνδου, όπου άκουσα Μεγάλη Παρασκευή τα εγκώμια στα κουτσοβλάχικα. Κάποτε μάλιστα το ανέφερα αυτό στον Τσιτσάνη και άρχισε να το μουρμουρίζει στη γλώσσα της κούνιας του.
Είχα επίσης την τύχη στα Ιεροσόλυμα, τη Μεγάλη Εβδομάδα να ακούσω στον Ναό της Αναστάσεως τον επιτάφιο θρήνο από τους αρμένιους μονοφυσίτες αλλά και τους σύρους χριστιανούς.
Ξαναγυρίζω στο σικελικό Πάσχα. Οι καθολικοί περιφέρουν τον Επιτάφιο στους δρόμους και το Κιβώριο, βαρύ δύο τόνους, το κουβαλάνε στους ώμους τους νέοι, ταμένοι ή για εξαγνισμό, αφού τους έχει επιβληθεί ως ποινή από τον εξομολόγο τους. Εξι κάθε φορά νέοι κουβαλάνε τον νεκρό Θεό και όχι πάνω από διακόσια μέτρα. Καταπληγωμένοι οι ώμοι τους. Παράλληλα ψάλλοντας λαϊκά θρησκευτικά άσματα οι πιστοί αυτομαστιγώνονται και βλέπεις λωρίδες αιματωμένες στην πλάτη και στους γλουτούς.
Ολα αυτά συνοδεία λαϊκών τραγουδιών που στο αφτί τουλάχιστον το δικό μου απηχούσαν μνήμες από αμανέδες και ανατολίτικους ρυθμούς.
Ολη αυτή η μουσική μεσογειακή προίκα ήρθε να συναντήσει τα ηπειρώτικα μοιρολόγια και τα μανιάτικα, αλλά συνάμα και την πλήρη βυζαντινών ήχων ακοή μου, όταν παιδάκια στο ψαλτήρι μαζί με άλλους γείτονες κρατούσαμε το ίσο με τον αρχιψάλτη να μας καθοδηγεί με τα παραδοσιακά νεύματα.
Μ’ αυτήν την περιουσία δεν είχα δυσχέρεια πριν από πολλά χρόνια να προσεγγίσω την ισπανική, κυρίως την ανδαλουσιάνικη, λαϊκή μουσική και να εμβαπτιστώ στον οίστρο του ντουέντε.
Είχα διαβάσει τις καίριες επισημάνσεις του Μάνου Χατζιδάκι που εκκινούσε από την ανεπανάληπτη μελέτη του Λόρκα για το ντουέντε. Και συνάμα είχα λατρέψει ένα έξοχο άρθρο του Γιάννη Τσαρούχη για το ζεϊμπέκικο. Κι από κοντά ο οίστρος του πυρρίχιου των Ποντίων και ο πεντοζάλης των Κρητικών.
Είχα τη μεγάλη τύχη να υποδεχτώ στην Αθήνα τον μεγάλο κρητικό λυράρη Νίκο Ξυλούρη και ν’ ακούσω από το στόμα του τραγουδισμένους στίχους μου, όταν όμως η βιομηχανία του ακροάματος τον υποχρέωσε να τραγουδήσει σε κέντρα διασκέδασης, συχνά στο καμαρίνι του σε στιγμές εξομολόγησης μου ζητούσε να πιάσω και να πιέσω τη φλέβα στο μπράτσο του και με απελπισία ομολογούσε πως στα κρητικά πανηγύρια όπου δοξάστηκε προετοίμαζε τους γλεντοκόπους με ερεθιστικές δοξαριές στη λύρα και εκείνοι σιγά σιγά «φτιάχνονταν» και ορμούσαν έπειτα στο χοροστάσι. Τότε, μου έλεγε, ο ρυθμός που κυλούσε στο αίμα του ερχόταν να ταυτιστεί με τον ρυθμό του Σύμπαντος. Πράγμα που δεν γινόταν στο περιβάλλον της μπριζόλας, της μπίρας και του κυριλέ κοινού.
Αυτές οι σωρευμένες εμπειρίες με συνόδευαν το βράδυ που είδα την παράσταση για το «Ντουέντε» του Σταμάτη Κραουνάκη, στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου. Και κοίτα τώρα να δεις. Η ιστορική μαρτυρία μάς πληροφορεί πως ο Φρύνιχος, τραγικός ποιητής πριν από τον Αισχύλο, είχε ανεβάσει στο Θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα την τραγωδία «Μιλήτου άλωσις». Οι Αθηναίοι είχαν συγκινηθεί από τις εκκλήσεις βοήθειας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ιδίως της Μιλήτου που την πολιορκούσαν οι Πέρσες. Εστειλαν καράβια για ενίσχυση της άμυνας. Αλλά επειδή η πολιορκία χρόνιζε, εγκατέλειψαν την προσπάθεια και επέστρεψαν οίκαδε. Η Μίλητος σε λίγο αλώθηκε. Τότε ο τραγικός ποιητής έγραψε ένα έργο – «θρήνο» για την ιστορική τραγωδία των ομοεθνών και ομόγλωσσων Μιλησίων. Και η πόλις, η Αθήνα, το κοινό «έπεσεν εις δάκρυα» μετάνοιας. Και τότε ο επώνυμος άρχων, πρόδρομος του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, «κατέβασε» την παράσταση που θύμιζε, λέει, στους αθηναίους πολίτες «οικεία κακά»!! Αλλά και ο Αισχύλος στους «Πέρσες» γράφει μοιρολόγια με την ήττα σε μαριανδυνούς (ανατολίτικους) ρυθμούς και μελωδίες.
Ο Λόρκα ήταν ανδαλουσιάνος, δηλαδή οι ρίζες του αλλά και η εμφάνισή του παρέπεμπαν στην αραβική διείσδυση στην Ισπανία. Ηταν Τσιγγάνος. Εξάλλου το θεμελιώδες ποιητικό του βιβλίο τιτλοφορείται «Ρομανθέρο γκιτάν». Και η κιθάρα από τους Τσιγγάνους έρχεται (γκιτάρ).
Ο μεγάλος ισπανός φιλόσοφος και υπουργός της δημοκρατικής κυβέρνησης πριν από τον Εμφύλιο Ουναμούνο είχε δηλώσει όταν τον ρώτησαν ποιος είναι ο σκοπός της πολιτικής του φιλοσοφίας: «Σκοπός της Ισπανίας είναι να εξαραβίσει την Ευρώπη»!!
Είναι τυχαίο πως ο Λόρκα, όπως και στην Ιρλανδία ο Γέιτς, στη Ρωσία ο Πούσκιν, ο Σολωμός (πρώτα με τον Ερωτόκριτο, μετά με τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών των Πάσοφ και Φοριέλ) ίδρυσαν τις εθνικές λογοτεχνίες ξεκινώντας από τα δημοτικά τους τραγούδια;
Ακόμη και ο Καβάφης για να θρηνήσει την Αλωση σε ποντιακό δημοτικό τραγούδι καταφεύγει. Είναι λοιπόν αυτονόητο ένας καλλιτέχνης με ευαισθησία, όπως ο Κραουνάκης, να ανακαλύπτει, να αξιοποιεί και να οιστρηλατείται από το ντουέντε, δηλαδή τον ρυθμό και το μέλος που εκπέμπει η ισπανική ψυχή. Και είναι αυτονόητο (δυστυχώς όχι για όλους τους άλλους «πειραγμένους») να έχει οδηγό και πυξίδα τον μυημένο στη μοίρα της ρίζας του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Ο Παπαδιαμάντης έψελνε στην Πλάκα, ο Βιζυηνός συγκέντρωσε και μετέφρασε ευρωπαϊκές λαϊκές και λόγιες «Μπαλάντες» («Βαλίσματα»), ο Παλαμάς μετέφρασε το «Τροπάριο της Κασσιανής».
Ολα αυτά είναι ελληνικές (και ευρωπαϊκές) απηχήσεις, συνηχήσεις του ντουέντε που δεν είναι η Μούσα των αρχαίων ούτε ο Αγγελος του Μεσαίωνα ούτε η φόρμα του Διαφωτισμού και του ρομαντισμού. Είναι η φωνή των εγκάτων της ψυχής που οσμίζεται τον θάνατο, όπως μας το κατέθεσε ο φιλόσοφος του αρχαίου ελληνικού ντουέντε, Ηράκλειτος.
«Αι ψυχαί οσμώνται καθ’ Αϊδην».
Αυτός ο αποσυνάγωγος που δεν δέχτηκε να γίνει ιερέας της Αρτέμιδος, που σιχαινόταν τους γιατρούς της εποχής, όταν αρρώστησε από υδροπικία (καρκίνο του ήπατος), πήγε στα χασάπικα μ’ έναν κουβά, μάζεψε πεταμένα εντόσθια, πήγε στην παραλία, αλείφτηκε και τον έφαγαν τ’ αδέσποτα σκυλιά. Βιωμένο ντουέντε!
Στην πολιορκημένη από τον Κιουταχή Ακρόπολη των Αθηνών ο Μακρυγιάννης με τον Γκούρα (που του έχουν λακίσει οι Αρβανίτες) τρώνε ψωμί κι ελιές και ο Ρουμελιώτης πιάνει ένα τραγούδι, δικό του, της τάβλας. Οταν τελειώνει ο Γκούρας τού λέει:
«Πάρα χλιβερό το τραγούδι σου, Γιάννη». «Είχα κέφια» απαντά το Λιδωρίκι!!
Παλιότερα είχα αποπειραθεί δειλά να μεταφέρω ως αίσθηση γλώσσας το ντουέντε στα νερά μας και είχα επιλέξει τη βυζαντινή λέξη της μεγαλοβδομάδας: χαρμολύπη!
Ο Σταμάτης Κραουνάκης ανέγνωσε με το ήθος βυζαντινού ψάλτη και εξ άμβωνος αναγνώστη του Ευαγγελίου το αξεπέραστο κείνο του Λόρκα «Ντουέντε» στην εξαίσια μετάφραση της αγαπημένης φίλης Ολυμπίας Καράγιωργα.
Τα τραγούδια που μελοποίησε με αίσθηση ελληνικού ντουέντε ο Κραουνάκης είχε μεταφράσει από το ισπανικό συναξάρι του Λόρκα ο αείμνηστος φίλος ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης.
Ο Κραουνάκης έδωσε μάθημα μέγα προς τη συντεχνία πώς διαβάζουμε κείμενο και δεν «παίζουμε» ρόλο. Δίπλα του δύο έξοχες φωνές, απέριττες, αυθεντικές και ως εκ τούτου σεμνές, ο Χρήστος Γεροντίδης και ο σπαρακτικός Κώστας Μπουγιώτης.
Στο πιάνο ο Βασίλης Ντρουμπογιάννης και στο τσέλο ο Γιώργος Ταμιωλάκης.
Η προσφορά του Κραουνάκη υποκαθιστά την αφασική εκπαίδευσή μας. Θύμα του φασισμού ο Λόρκα, λαϊκή μουσική παράδοση δόξασε, λαϊκό ήθος και ύφος ετίμησε και την ελληνική ενδοχώρα συνάντησε. Πού είναι τα σχολεία μας να μεταλάβουν;