Με τον απολαυστικό Ορλάντο της η ιέρεια του μοντερνισμού Βιρτζίνια Γουλφ έβαζε στα 1920 τον ήρωά της να διασχίζει διάφορες ιστορικές περιόδους, να αλλάζει φύλο και ταυτότητα, παραμένοντας ωστόσο ουσιωδώς ο ίδιος (σε ωραία νέα έκδοση από τις εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση – εισαγωγή Αργυρώ Μαντόγλου). Πολύ πρόσφατα, η Κέιτ Ατκινσον, στο Ζωή μετά τη ζωή (μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, Μεταίχμιο, 2013), βάζει την ηρωίδα της να πεθαίνει επανειλημμένα κι έπειτα να ανασταίνεται υπό διαφορετικές συνθήκες, εν μέσω καταιγιστικών ιστορικών γεγονότων. Δίνει έτσι στην πρωταγωνίστρια μια δεύτερη κι έπειτα μια τρίτη εναλλακτική ευκαιρία, σαν σε ένα βιντεογκέιμ όπου επιχειρείς ξανά και ξανά να πιάσεις το ανώτερο επίπεδο (τους στόχους). Από τον καιρό του Οβίδιου και των Μεταμορφώσεών του, ο δυτικός λογοτεχνικός κανόνας είναι κατεσπαρμένος από ευφάνταστα παραδείγματα εξερεύνησης των αιτίων πίσω από τις ανθρώπινες επιλογές, άρα και πίσω από τις προς αφήγηση ιστορίες. Ακόμη βρίθει από παραδείγματα διερώτησης του πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν κάποια μεταβλητή, εσωτερική ή εξωτερική, παραλλασσόταν έστω και λίγο. Εδώ που τα λέμε, το ζήτημα του πώς θα εξελισσόταν η ζωή μας υπό διαφορετικές εξωτερικές συνθήκες ή το συναφές προς αυτό, του τι θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να είχαμε πράξει διαφορετικά, μας απασχολεί όλους κατά καιρούς. Πρόκειται εν τέλει για τη διερεύνηση του ρόλου της τύχης (της μοίρας, της συγκυρίας) σε αντιδιαστολή με την ελεύθερη βούληση. Δηλαδή για το αρχαιότερο και διαρκέστερο φιλοσοφικό ερώτημα.
Κάτι τέτοιο προσπαθεί να κάνει και εδώ ο Πολ Οστερ, μιλώντας για τις τέσσερις ζωές ενός αγοριού, με ελαφρώς παραλλαγμένες τις εξωτερικές συνθήκες ενηλικίωσης και ελάχιστα τις εσωτερικές. Οι τέσσερις ταυτώνυμοι ήρωες του Οστερ (στην ουσία πρόκειται για τέσσερα βιβλία σε συσκευασία ενός) λίγο διαφέρουν μεταξύ τους και όλοι μαζί συνθέτουν την προσωπικότητα του ίδιου του συγγραφέα. Οι παραλλαγές φυσικά θα μπορούσαν να πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον αντλώντας από τη συγγραφική μνήμη και μετακινώντας λίγο τα πιόνια της όποιας πλοκής.
Ο ήρωας εδώ (και στις τέσσερις εκδοχές) ονομάζεται Αρτσι Φέργκιουσον και όχι Πολ Οστερ. Ο προπάππος του έφτασε κάποτε στο Ελις Αϊλαντ μαζί με χιλιάδες άλλους Εβραίους Ασκενάζι από την Κεντρική Ευρώπη και ένας υπάλληλος του έδωσε αυτή την αμερικανοποιημένη εκδοχή ονόματος λόγω μιας παρεξήγησης. Αυτό γινόταν τότε συχνά με όλες τις μεταναστευτικές εθνοτικές ομάδες, των Ελλήνων περιλαμβανομένων, αλλά ο Οστερ τού δίνει κομβική, ανεκδοτολογική σημασία. Ο νεαρός Φέργκιουσον γεννιέται το 1947 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και όλα τα βασικά γεγονότα –οι αρχικές εξωτερικές παράμετροι της ύπαρξής του –δεν διαφέρουν στο ελάχιστο από τα δεδομένα της ενηλικίωσης του ίδιου του Πολ Οστερ. Το βιβλίο εξερευνά τις διαφορετικές πορείες ζωής του νεαρού Φέργκιουσον που και στις τέσσερις έχει ακριβώς το ίδιο DΝΑ, την ίδια οικογενειακή ιστορία, τον ίδιο πολεοδομικό ιστό γύρω του, τα ίδια ιστορικά γεγονότα ως φόντο. Τι αλλάζει λοιπόν στην απαρχή των τεσσάρων παράλληλων αφηγήσεων; Λίγα πράγματα, κι αυτά κυρίως ως προς το οικογενειακό στάτους. Ο έμπορος πατέρας θα δει την επιχείρησή του να εξελίσσεται διαφορετικά, από την απόλυτη επιτυχία έως και την καταστροφή του καταστήματός του από πυρκαγιά, ενώ η μητέρα παραλλάσσει ελαφρώς από επαγγελματίας φωτογράφος έως και νοικοκυρά. Πάνω κει θα δομηθούν οι διαφορετικές ζωές των τεσσάρων εκδοχών του Φέργκιουσον (χωρίς πάντως και πολλή εμβάθυνση ως προς τις ταξικές παραμέτρους και τον τρόπο που αυτές επηρεάζουν την εξέλιξη του ατόμου). Σε μία μόνο από τις τέσσερις ζωές η οικογένεια θα μετακομίσει στο γειτονικό Μανχάταν εν μέσω ιδιωτικών σχολείων, συναυλιών και γκαλερί τέχνης, ενώ σε όλες τις άλλες παραμένει σε μικροαστικές γειτονιές του Νιούαρκ. Γενικά μιλώντας, όλα εξελίσσονται περί αυτό το Νιούαρκ, του οποίου κοντεύουμε να μάθουμε απέξω όλους τους δρόμους, τα φαγάδικα, τις συναγωγές και τα αστυνομικά του τμήματα μέσω π.χ. της μυθοπλασίας ενός Φίλιπ Ροθ ή ακόμη και κάποιων ταινιών του Γούντι Αλεν.
Υπάρχουν και πολλά άλλα σταθερά δεδομένα στην ενηλικίωση του Φέργκιουσον ώς τα περίπου είκοσι χρόνια του. Λ.χ. μια γυναικεία φιγούρα, η νεαρή Εϊμι, παρελαύνει και στις τέσσερις εκδοχές, άλλοτε ως πειστική νεανική ερωμένη –που ταλαιπωρεί ωστόσο τον ήρωα με τις απελευθερωτικές επιλογές της σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου -, άλλοτε ως ετεροθαλής αδελφή, καλή φίλη ή και εξαδέλφη που ο ήρωας δεν θέλει καν να την ανησυχήσει χτυπώντας την πόρτα του δωματίου της. Υπάρχουν ακόμη ύστερες εκδοχές της μητέρας ως χήρας, διαζευγμένης ή και ξαναπαντρεμένης, ενώ ένας από τους τέσσερις Φέργκιουσον θα πεθάνει πρώιμα σε ατύχημα. Κατά τα άλλα όμως, όπως και αν εξελίσσεται η ζωή τους, τα χαρακτηριστικά των τεσσάρων εκδοχών του ήρωα παραμένουν μονότονα τα ίδια, σαν η συγγραφική φαντασία να έχει στερέψει ή να μην μπορεί να αποκολληθεί από τον ίδιο της τον εαυτό: είναι συνεπές παιδί, καλός αθλητής, ευαίσθητος, συνεπής μαθητής ή φοιτητής, ελαφρότατα πολιτικοποιημένος, με εναγώνιο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία (σε μια παραλλαγή είναι ήδη μυθιστοριογράφος, σε άλλη δημοσιογράφος), ενώ πιστεύει στις ανθρώπινες σχέσεις και δεν κατανοεί εν τέλει τις μεταστροφές των άλλων (π.χ. της Εϊμι). Ο Φέργκιουσον ενδιαφέρεται γενικά για το σεξ: σε κάποια πάντως από τις τέσσερις ζωές του γίνεται μπαϊσέξουαλ, σε μια άλλη συμβατικότερη του δίνει πρόσκαιρα και καταλαβαίνει, παρότι η καρδούλα του ψηφίζει σταθερά Εϊμι.
Γραμμικός χρόνος, ναρκισσισμός
Το βιβλίο έχει μια ήρεμη, ρεαλιστική, χρονολογικά γραμμική αφηγηματική δομή, με μεγάλες, καλά δομημένες προτάσεις. Ωστόσο, συχνά σε μπερδεύει καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί τις τέσσερις ζωές εν παραλλήλω (από κεφ. 1.1 έως 1.4., μετά 2.1 έως 2.4 κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα να πρέπει κάθε τρεις και λίγο να ανατρέξεις μέσα από τον τεράστιο όγκο (και βάρος) του για να θυμηθείς περί ποιας ακριβώς εκδοχής πρόκειται. Είναι εκείνος που ο πατέρας του έκανε τούτο ή ο φίλος του το άλλο ή πάλι εκείνος που ο παππούς του πέθανε στην αγκαλιά της μετρέσας του ή μήπως, βρε αδερφέ, ο άλλος που φωτογράφιζε με τη μητέρα του τις πολύνεκρες εξεγέρσεις των μαύρων του Νιούαρκ το 1967; Μικρή σημασία έχει, μας λέει ο συγγραφέας, μη χολοσκάτε. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, αλλά εγώ παραμένω ουσιωδώς ο ίδιος. Ολες αυτές οι πιθανές περιπλοκές του βίου αποδεικνύουν ότι το άτομο παραμένει νομοτελειακά ταυτόσημο –εκτός βέβαια από το νεκρό άτομο. Εν προκειμένω δε ως άτομο αυτοορίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας, μέσα σε μια συνειδητά ναρκισσιστική αποθέωση όπου το μοναδικό θέμα είναι –μέσω των διαφόρων ιστοριών –να εγείρουμε σκαλωσιές στη θεατρική σκηνή της συγγραφικής μνήμης.
Αν αληθεύει η υποψία μου, ο Οστερ έχει ως μοναδικό του θέμα τον ίδιο του τον εαυτό –τις αγωνίες του, την αυτοπραγμάτωσή του, τη ζήλεια του για την επιτυχία των ομοτέχνων (μη ομολογημένη βεβαίως), τη μίμηση συγγραφικών ιδεών των άλλων. Εδώ λ.χ. η οικειοποίηση συγγραφικών εμμονών του Φίλιπ Ροθ και του Ντον ΝτεΛίλο είναι εμφανής, υπό το πρόσχημα προφανώς της διακειμενικότητας. Μάλιστα ο
Υπόγειος κόσμος του ΝτεΛίλο ντουμπλάρεται εμφανώς, ειδικά στην εναρκτήρια σκηνή μιας σημαδιακής επίδοσης στο μπέιζμπολ της δεκαετίας του ’50. Στην περίπτωση Οστερ όλα συμπυκνώνονται σε μια εικόνα: ο μοναχικός ήρωας μπρος στη γραφομηχανή του και την άγραφη ακόμα σελίδα. Ο τίτλος του βιβλίου αυτό ακριβώς το νόημα έχει: πάντα υπάρχει ένας αριθμός πιθανών εαυτών (εν προκειμένω τεσσάρων), που τελικά συρρικνώνονται σε έναν.
Εξεγέρσεις
Λίστες (ιστορικέςκαι άλλες)
Τελευταία ο Πολ Οστερ παρουσιάζει μια εμφανή στροφή προς καταλογοποιήσεις κάθε είδους. Μοιάζει απρόθυμος να πετάξει κάποιο υλικό από τη συγγραφική έρευνα που προηγήθηκε ή έστω να το καμουφλάρει συναρθρώνοντάς το με το θέμα του. Εδώ λ.χ. δίπλα σε ποικίλες άλλες λίστες τίθεται λεπτομερώς το ιστορικό πλαίσιο των φοιτητικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του ‘60 με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και με όλα τα παραφερνάλια: Βιετνάμ, χιπισμός, κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θάνατος των Ρόμπερτ Κένεντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σεξουαλική απελευθέρωση, Νέα Αριστερά κ.λπ. Πράγματα ειπωμένα με όλους τους δυνατούς τρόπους γίνονται εδώ συγγραφικό πρόγραμμα με ιστοριογραφικές αξιώσεις, μάλλον χωρίς ιδιαίτερο λόγο πέραν της αύξησης της αναγνωστέας ύλης. Ελάχιστη σχέση έχουν όλα τούτα (παραδόξως) με τον ήρωα που συνεχίζει απτόητος την πορεία αυτοπραγμάτωσής του. Ετσι όμως χάνεται ο στόχος, χάνεται και το κάρβουνο που κινεί την ατμομηχανή της ιστορίας.
Πειράζει να τα ξανακούσουμε; θα πει κανείς. Τίποτε ασφαλώς δεν πειράζει, ιδιαίτερα όταν είναι καλογραμμένα κι όταν μάλιστα υπάρχει και η επιλογή της μη ανάγνωσης ενός ακόμη καλτ βιβλίου ενηλικίωσης. Οπότε οι πολυάριθμοι φαν του θα το ρουφήξουν μια χαρά. Είμαι βέβαιος επίσης ότι ο κύριος Οστερ τούτη την ώρα επεξεργάζεται και άλλες εκδοχές του εαυτού του. Εν ονόματι της πολυσυζητημένης μεταμυθοπλασίας θα τους προσδώσει την ταυτότητα ενός άλλου, πλην όμως ουσιωδώς ταυτόσημου ήρωα: με τα ίδια αυτοβιογραφικά δεδομένα, με την ίδια ζέση του νεαρού Φέργκιουσον να γίνει συγγραφέας, αλλά και με την ίδια αξιοθαύμαστη όντως συγγραφική ενέργεια που διαθέτει ο ίδιος. Αν υπήρχε πάντως μια δόση χιούμορ στο βιβλίο, ίσως ένας από όλους αυτούς τους Οστερ (συγγνώμη, τους Φέργκιουσον) να ψέλλιζε σε κάποια δύσκολη στροφή του βίου: «Κι αν ο προπάππος Φέργκιουσον παρέμενε στο στετλ του στην Πολωνία; Μήπως θα ήταν καλύτερα για όλους;».
Paul Auster
4 3 2 1
Mτφ. Μαρία Ξυλούρη
Εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 1.223
Τιμή: 33,20 ευρώ