Ποιοι γνώριζαν; Γιατί αδιαφόρησαν; Θα μπορούσε να είχε σταματήσει νωρίτερα η φρίκη; Τα ερωτηματικά για την αποτρόπαια υπόθεση της Λέρου πληθαίνουν καθημερινά. Και τα στοιχεία συγκλονίζουν. Η Εισαγγελία Ανηλίκων είχε ενημερωθεί από τον Μάιο του 2017 για καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης με θύματα τα παιδιά ενώ τον περσινό Ιούλιο το 13χρονο κοριτσάκι και ο μικρός αδελφός της είχαν μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία για εξέταση έπειτα από εισαγγελική παρέμβαση. Κι όμως, δόθηκε εντολή τα παιδιά να επιστρέψουν στο κολαστήριο της «οικογενειακής εστίας». Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε χθες το Νοσοκομείο Παίδων από τον ιατρικό έλεγχο στον οποίο είχε υποβληθεί τότε η 13χρονη «δεν προέκυψε κάτι το παθολογικό» ενώ «από την παιδοψυχιατρική αξιολόγηση διαπιστώθηκαν συνθήκες ενδοοικογενειακής δυσλειτουργίας μη συνδεόμενες με ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης. Το παιδί επέστρεψε στο οικογενειακό περιβάλλον με τη σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελίας Κω, σε συνεργασία με την Κοινωνική Υπηρεσία της Λέρου και με την προϋπόθεση η ανήλικη να παρακολουθείται από ψυχολόγο και η οικογένεια να βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κοινωνικής Υπηρεσίας Λέρου».
Ο πατροκτόνος. Το περιστατικό της Λέρου δεν είναι το μοναδικό. Μέσα σε μία εβδομάδα, ένα δεύτερο κρούσμα ήρθε να ταράξει την ηρεμία μιας ακόμη κλειστής κοινωνίας, που ίσως ήξερε αλλά δεν μιλούσε: κατά την διάρκεια της ομολογίας του ο 26χρονος πατροκτόνος της Ζακύνθου που δολοφόνησε την περασμένη Δευτέρα τον πατέρα του, συνταξιούχο ταχυδρόμο, υποστήριξε ότι έπραξε το έγκλημα επειδή το θύμα κακοποιούσε σεξουαλικά τον ίδιο και τα άλλα τρία ανήλικα ετεροθαλή αδέλφια του.
Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τους ενηλίκους να σωπαίνουν ενώ γνωρίζουν ότι ένα παιδί κινδυνεύει; «Δυστυχώς τέτοια ακραία περιστατικά σωματικής σεξουαλικής κακοποίησης δεν είναι πρωτόγνωρα. Κατά διαστήματα, όταν βλέπουν το φως της δημοσιότητας, συγκλονίζουν την κοινή γνώμη όπως συνέβη πρόσφατα με την πολυμελή οικογένεια στην Καλιφόρνια», λέει στα «ΝΕΑ» η Ειρήνη Φερέτη εγκληματολόγος – κοινωνιολόγος και πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. «Σε αυτές τις περιπτώσεις η βία είναι χρόνια και κλιμακώνεται. Οι δράστες εξουσιάζουν, εκμεταλλεύονται, απειλούν, τρομοκρατούν ανενόχλητοι και αποθρασύνονται με την ατιμωρησία. Και το ψυχολογικό τραύμα διαρκώς επιδεινώνεται. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα θύματα ποτέ δεν θα γλιτώσουν και η δική τους ιστορία δεν θα γίνει πρωτοσέλιδο, που δεν θα τους δοθεί η δυνατότητα να αποκαλύψουν όσα έχουν υποστεί, αυτός είναι ένας σκοτεινός αριθμός», προσθέτει.
«Στις κλειστές κοινωνίες επιβάλλεται ατύπως ένας νόμος σιωπής. Είναι δύσκολο να τηρηθεί η εχεμύθεια, τα προβλήματα είναι πολύ σύνθετα, ενίοτε δεν ξέρουν πού να απευθυνθούν, υπάρχει δισταγμός ότι δεν προστατεύεσαι», εξηγεί η Ειρήνη Φερέτη. «Εξίσου τραγική, όμως, ήταν η δήλωση που άκουσα «υπήρχαν ενδείξεις αλλά όχι αποδείξεις». Τι περιμένανε; Ενα πτώμα; Οταν ένα παιδί έχει συμπτώματα άγχους, αιμορραγεί, κλαίει, οι αρμόδιοι πρέπει να βοηθήσουν. Στη χώρα μας ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία υποχρεώνει τους εκπαιδευτικούς να καταγγείλουν όταν διαπιστώσουν κάτι. Ο δάσκαλος πρέπει να προσεγγίζει το παιδί για να καταλάβει, οι κοινωνικοί λειτουργοί στα κέντρα υγείας, οι ψυχολόγοι στα νοσοκομεία με την παραμικρή ένδειξη να ασχοληθούν. Πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στη διαρκή ενημέρωση. Οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν δείξει ότι όταν τους τεκμηριώσεις τον λόγο που πρέπει να κινητοποιηθούν, κινητοποιούνται. Κινητοποιούνται για τις σακούλες, για το περιβάλλον, ας κινητοποιηθούν και για τα έμψυχα όντα, τα θύματα».
Η Ειρήνη Φερέτη θεωρεί ότι η υπόθεση της Λέρου ανέδειξε «το μείζον πρόβλημα που υπάρχει στην κρατική παρέμβαση» για τέτοιες περιπτώσεις: «Οταν γίνονται γνωστά τέτοια περιστατικά πρέπει να γίνεται αυτοκριτική, όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου. Να αναθεωρούμε, να υιοθετούμε πιο αποτελεσματικές πρακτικές που ενθαρρύνουν την αναζήτηση βοήθειας από τα ίδια τα θύματα. Επίσης, πολλές φορές στις θέσεις ευθύνης δεν βρίσκονται ειδήμονες. Πρέπει αξιοκρατικά να τοποθετούνται άνθρωποι που έχουν γνώση, πείρα και μεράκι. Δυστυχώς πιστεύω ότι όταν ξεχαστεί κι αυτό το περιστατικό δεν θα αλλάξει κάτι. Οι συνειδήσεις μας έχουν γίνει ελαστικές. Χρειάζεται μεγάλο βάρος στην πρόληψη, πολλή δουλειά και εκπαίδευση».