«Είναι φτιαγμένη για το αμερικανικό σινεμά» είχε πει κάποτε ο σκηνοθέτης Φρανσουά Τριφό για την Ιζαμπέλ Ατζανί. «Η Γαλλία παραείναι μικρή γι’ αυτήν». Ομως ο σπουδαίος γάλλος σκηνοθέτης, εκείνος που στην ουσία βοήθησε περισσότερο την Ατζανί ν’ ανοίξει τα φτερά της εκτός Γαλλίας οδηγώντας την στις υποψηφιότητες των Οσκαρ με την ταινία «Η ιστορία της Αντέλ Ουγκό» (1976), έκανε τελικά λάθος. Η Ιζαμπέλ Ατζανί πήγε στο Χόλιγουντ, έπαιξε σε κάποιες ταινίες που δεν είχαν επιτυχία, επέστρεψε στην πατρίδα της, ξαναπήγε, επέστρεψε ξανά. Εντέλει, επαγγελματικά τουλάχιστον, εγκαταστάθηκε στη Γηραιά Ηπειρο όπου και παραμένει.
Με τα λόγια του Ρομάν
Παρότι τα αναπόφευκτα «τραβήγματα» δεν μπορούν να κρυφτούν, το πρόσωπό της εξακολουθεί να σε θαμπώνει, κάτι που ένιωσα παρακολουθώντας την τελευταία ταινία της Ιζαμπέλ Ατζανί φέτος στις Κάννες, το «Le monde est a toi» του Ρομάν Γαβράς. Ενός σκηνοθέτη που έχει χαράξει μια πολύ ενδιαφέρουσα, προσωπική πορεία τον χώρο της σκηνοθεσίας, μακριά από τη σκιά του πατέρα του, σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. Στην γεμάτη ενέργεια αυτή ταινία, η Ιζαμπέλ Ατζανί υποδύεται τη μητέρα ενός μπουνταλά μικροκακοποιού (Καρίμ Λεκλού) η οποία έχει περισσότερο τσαγανό, τσαμπουκά και χαρακτήρα απ’ ό,τι ο γιός της. Είναι πανέξυπνη αλλά και τρελή και αλλοπαρμένη, έχει μεγάλο κόλλημα με το παρουσιαστικό της, θέλει να δείχνει νεότερη απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα, κλέβει ρούχα και άλλα γυναικεία αξεσουάρ από μεγάλα καταστήματα και αν χρειαστεί μπορεί να γίνει και αδίστακτη.
Θα μπορούσες να πεις ότι η Ιζαμπέλ Ατζανί είναι η ψυχή αυτής της ταινίας, ο κινητήριος μοχλός της, η εσωτερική της δύναμη. Απ’ όσο γνωρίζω η Ατζανί δεν έδωσε συνεντεύξεις στις Κάννες, είχα όμως την τύχη να συναντήσω τον Ρομάν Γαβράς και να τον ρωτήσω πώς τελικά την έπεισε να παίξει στην ταινία του. Εδώ και χρόνια η 63χρονη σήμερα ηθοποιός είναι φειδωλή στις κινηματογραφικές εμφανίσεις της, έχει γίνει πραγματικά ακριβοθώρητη. Για την ακρίβεια, από το 1970 όταν βγήκε για πρώτη φορά στην μεγάλη οθόνη σε ηλικία 15 ετών παίζοντας στην ταινία «Le petit Bougnat» του Μπερνάρ Τουμπλάν – Μισέλ (δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα) μέχρι σήμερα, η Ατζανί έχει κάνει μόλις 49 εμφανίσεις σε ταινίες και σειρές της τηλεόρασης. Στο ίδιο διάστημα, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ για παράδειγμα, με τον οποίο η Ατζανί έχει συνεργαστεί σε αρκετές ταινίες, έχει εμφανιστεί σε παραπάνω από 200!
«Στο κεφάλι μου ήταν αυτή και μόνον αυτή για τον ρόλο της μάνας» μου είπε ο Ρομάν Γαβράς για την Ατζανί, την οποία δεν «έκλεισε» εύκολα για το «Le monde est a toi». «Ο ρόλος της άρεσε αλλά χρειάστηκε να περάσουν μερικές εβδομάδες μέχρι να πειστεί και να πει το ναι» συνέχισε ο σκηνοθέτης. «”Mήπως θα ήταν προτιμότερο να επιλέξεις κάποια άλλη ηθοποιό;” με είχε ρωτήσει όταν της τον πρότεινα για πρώτη φορά. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έγινε τελικά, αλλά παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς της, συμφώνησε. Αλλά το εκπληκτικό ήταν το πόσο δούλεψε μαζί μου για τον ρόλο της, ήταν 100 % “μέσα” στην ταινία, πηγαίναμε μαζί να διαλέξουμε τα κοστούμια της, έκανε τα πάντα για τον ρόλο. Ενας από τους λόγους που την ήθελα ήταν αυτή ακριβώς η εκλεκτικότητά της, γιατί η Ιζαμπέλ δεν παίζει πολύ πια, ενώ εξακολουθεί να είναι μια αινιγματική, μυστηριώδης και πολύ γοητευτική γυναίκα.»
Το «Le monde est a toi» προβλήθηκε στο τμήμα του Δεκαπενθήμερου Σκηνοθετών, άρεσε και αγοράστηκε από την κινηματογραφική εταιρεία Weird Wave και θα παιχτεί αργότερα στην Ελλάδα.
Πρόσωπο από πορσελάνη
Το πρόσωπο της Ιζαμπέλ Ατζανί ήταν ανέκαθεν το πιο χρήσιμο εργαλείο της (όχι όμως και το μόνο). Η Ατζανί ήταν φτιαγμένη για τον φακό της κινηματογραφικής μηχανής, ένα πλάσμα όλο πορσελάνη και σκιές, «σκονισμένο» με τριαντάφυλλα. Αυτά τα εκπληκτικά γαλανά μάτια, μελαγχολικά, φοβισμένα, πληγωμένα, οργισμένα, τρυφερά, μπορούσαν (και μπορούν, όπως φάνηκε στην ταινία του Ρομάν Γαβράς) να σκλαβώσουν ακόμα και την πιο σκληρή καρδιά.
Οπως πολλές όμορφες γυναίκες, νεότερη η Ατζανί είχε πολλές ναρκισσιστικές ανασφάλειες, φοβίες για τις ατέλειές της. Δεν της άρεσαν τα τροφαντά της μάγουλα και προσπαθούσε να διατηρήσει το περπάτημα της έφηβης ακόμα και όταν είχε πια περάσει τα 25. Αλλά τι σημασία είχαν οι φοβίες της για τον κόσμο; Την ομορφιά της την διέκρινες αμέσως.
Την αστείρευτη ομορφιά της Ιζαμπέλ Γιασμίν Ατζανί της την κληροδότησαν οι γονείς της. Η βαυαρή μητέρα της, Εμα Αουγκούστα Σβάινμπεργκερ (η Ατζανί μιλά τέλεια γερμανικά) και ο τουρκικής καταγωγής αλγερινός πατέρας της Μοχάμεντ Ατζανί, έμπορος αυτοκινήτων που μετακόμισε στην Γαλλία όπου η Ατζανί γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1955. Παρότι η μικρή Ιζαμπέλ είχε από πολύ νωρίς τα φόντα για το επάγγελμα που τελικά ακολούθησε, κανείς από τους τρεις δεν την είχε φανταστεί ηθοποιό. Την ενδιέφερε η βιολογία, ενώ για ένα διάστημα φλέρταρε με την ιδέα της δικαστή σε δικαστήριο ανηλίκων. Βιβλιοφάγος από πιτσιρίκα, διψούσε για γνώση. Το δωμάτιό της στο ταπεινό διαμέρισμα των γονιών της στο Ζενεβιγέρ, προάστιο των Παρισίων, ήταν γεμάτο βιβλία. Από πολύ νωρίς καταβρόχθιζε σελίδες ψυχαναλυτικής λογοτεχνίας, από Φρόιντ ώς Ζακ Λακάν, λάτρευε φιλοσόφους όπως ο Νίτσε και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Το χαστούκι της επιτυχίας
Το ενδιαφέρον της Ατζανί για το θέατρο κινήθηκε για πρώτη φορά στα 12 της χρόνια, ενώ ήταν μαθήτρια στο λύκειο. Οταν έπαιξε τον Σκαπέν σε μια σχολική παράσταση του έργου «Οι κατεργαριές του Σκαπέν» του Μολιέρου, η αποθέωση που ακολούθησε ήταν μόνο ενθαρρυντική για μια συνέχεια στον τομέα της υποκριτικής. Στα 14 της ξημεροβραδιαζόταν στην Ταινιοθήκη του Παρισιού «καταπίνοντας» όποια ταινία έβρισκε. Της άρεσε να παρακολουθεί ταινίες πίνοντας χυμό γκρέιπφρουτ και μασουλώντας κράκερ. Τότε περίπου την ανακάλυψε ο Μπερνάρ Τουμπλάν-Μισέλ που αναζητούσε ένα κορίτσι της ηλικίας της για την ταινία του «Le petit bougnat». Ο ρόλος δεν ήταν μεγάλος αλλά της άνοιξε πόρτες. Σύντομα ήρθε η τηλεόραση με το επιτυχημένο σίριαλ «Le secret des Flamandes», αλλά και μια τηλεοπτική παραγωγή του έργου του Μολιέρου «Το σχολείο των γυναικών» όπου υποδύθηκε την Ανιές. Ηταν 1972 και η Ατζανί στα 17 της έπαιζε στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» στο θέατρο και έκλεινε συμφωνίες για την Comedie Française χωρίς να έχει περάσει τα στάδια του Paris Conservatoire που επιβάλλονταν στη θεατρική εκπαίδευση. H σεζόν 1972-1973 υπήρξε θριαμβευτική και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μελετούσε για το μπακαλορεά της.
Στο κοινό μιας παράστασης της «Μπερνάρντα Αλμπα» βρέθηκε τυχαία ο σεναριογράφος Ζαν Λουπ Νταμπαντί, ο οποίος βλέποντάς την αποφάσισε να γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο αμιγώς για αυτήν. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία που έσπασε τα ταμεία στη Γαλλία, μια εφηβική ρομαντική κομεντί ονόματι «Το χαστούκι», στην οποία η Ατζανί έπαιξε την επαναστατημένη κόρη του Λίνο Βεντούρα και της Ανί Ζιραρντό. «Η Ιζαμπέλ σηματοδοτεί την εμφάνιση μιας νέας γενιάς γάλλων ηθοποιών» είχε πει ο Κλοντ Πινοτό που τη σκηνοθέτησε εκεί. «Μετά τη Μισέλ Μοργκάν, την Μπριζίτ Μπαρντό και τη Ζαν Μορό, χρειάστηκε να περιμένουμε 15 χρόνια για να βρούμε τη νέα μας πρωταγωνίστρια. Είναι η Ιζαμπέλ Ατζανί».
Ο Τριφό είχε πει ότι έκλαψε όταν την είδε στο «Σχολείο των γυναικών», διέκρινε ένα πάθος πρωτόγνωρο. Και έτσι την επέλεξε για τον ρόλο της ψυχικώς διαταραγμένης κόρης του Βίκτωρος Ουγκώ στην «Ιστορία της Αντέλ Ουγκώ». Η Ατζανί ήθελε να παίξει, αλλά για να το κάνει έπρεπε να παραιτηθεί από την Comedie Française που δεν της το επέτρεπε. Και αυτό ακριβώς έκανε.
Η αποτυχία στο Χόλιγουντ
Η «μετάβασή» της στο Χόλιγουντ στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν φυσικό να γίνει, έστω και αν τελικά δεν στέφθηκε με επιτυχία. Ηταν τόσο αναπόφευκτο όσο ήταν για την Γκρέτα Γκάρμπο, τη Μάρλεν Ντίτριχ, την Ινγκριντ Μπέργκμαν. Η Ατζανί δεν έμοιαζε με καμία από τις τρεις, αλλά είχε στοιχεία από όλες. Είχε σπίθες από τη φωτιά της Γκάρμπο, στάλες από τον πάγο της Ντίτριχ αλλά και κάτι απαλό από την τρυφερότητα της Μπέργκμαν.
H Aμερική σήμανε πολλά για την Ατζανί. Η πρώτη αμερικανική ταινία της «Ο ασύλληπτος οδηγός του Σαν Φρανσίσκο» («The driver») του Γουόλτερ Χιλ ήταν και παραμένει ένα στυλάτο νεονουάρ, στο οποίο η ηθοποιός είχε δουλέψει εξοντωτικά. Η ταινία περιείχε κυρίως νυχτερινές σκηνές και η Ατζανί είχε βουτήξει παθιασμένα στον ρόλο της χαρτοπαίκτριας που μπλέκει σε ένα περίεργο παιχνίδι γάτας – ποντικού ανάμεσα σε έναν οδηγό ληστειών (Ράιαν Ο’Νιλ) και έναν αστυνομικό (Μπρους Ντερν) του οποίου οι προθέσεις είναι θολές. Η ηθοποιός πίστεψε στο όραμα του Χιλ και μάλιστα, σύμφωνα με δικές της δηλώσεις τότε, δεν είχε ποτέ στο παρελθόν επιτρέψει στον εαυτό της «να αφεθώ πνευματικά σε έναν σκηνοθέτη. Τώρα θα το κάνω». Και είχε ήδη συνεργαστεί με τον Τριφό, τον Ρόμαν Πολάνσκι στον «Ενοικο», τον Αντρέ Τεσινέ στο «Μπαρόκο».
Από τον Αντρε Τεσινέ και τον Γουόλτερ Χιλ πήρε πολύτιμα μαθήματα, το κυριότερο πώς να δίνει έμφαση στο στυλ, το οποίο όλοι μπορούν να διακρίνουν στην οθόνη. «Πριν από αυτούς τους δύο σκηνοθέτες», είχε ομολογήσει η Ατζανί, «πίστευα ότι η υποκριτική προέρχεται από το μέσα μας. Δεν ισχύει αυτό». Ο Τεσινέ της έμαθε πώς να παραμένει ακίνητη μπροστά στην κάμερα, ο Χιλ της έμαθε πώς να κινείται για αυτήν. «Ο Χιλ με έχει στο μυαλό του σαν μια εικόνα, ένα look» είχε πει την εποχή των γυρισμάτων του «Ασύλληπτου οδηγού», «δημιουργεί κάτι για μένα, όχι για εκείνον αλλά για μένα. Δημιουργεί μια νέα προσωπικότητα και αυτό μου αρέσει». Αυτή η νέα προσωπικότητα που τελικά δεν ευδοκίμησε στην Αμερική ήταν μια γυναίκα με σεξαπίλ. Η ίδια είχε μελετήσει προσωπικότητες του παρελθόντος για να καλλιεργήσει τη δική της, τη Λορίν Μπακόλ, την Μπέτι Ντέιβις, την Ντίτριχ. «Ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι γυναίκες έκρυβαν τις ατέλειές τους με τη βοήθεια της κάμερας είναι συναρπαστικός!».
Οπως και να έχει, η καριέρα της δεν «συγχρονίστηκε» με τη Μέκκα του κινηματογράφου και μετά το τεράστιο φιάσκο του «Ιστάρ» (1987) δίπλα στους Ντάστιν Χόφμαν, Γουόρεν Μπίτι, η Ατζανί έκλεισε το κεφάλαιο Χόλιγουντ. Στην Ευρώπη βρισκόταν στην έδρα της, εκεί πέτυχε απίστευτες ερμηνείες, με τη «Γυναίκα δαιμονισμένη» (1981) του Αντρέι Ζουλάφσκι, την «Αντονιέτα» (1984) του Κάρλος Σάουρα, την «Καμίλ Κλοντέλ» (1988) του Μπρουνό Νιτέν, που το 1990 της χάρισε μια δεύτερη υποψηφιότητα στα Οσκαρ, μα και τη «Βασίλισσα Μαργκό» (1994) του Πατρίς Σερό, όπου πετυχαίνει την τελευταία πραγματικά μεγάλη ερμηνεία της.
Ισως η Αμερική στην οποία 10 χρόνια μετά το «Ιστάρ» ξαναπήγε για ένα κακό ριμέικ των «Διαβολογυναικών» δίπλα στη Σάρον Στόουν να παραήταν μεγάλη γι’ αυτήν, παρά τις τρομερές (και φυσιολογικές) φιλοδοξίες της όταν ήταν νεότερη. «Τη λατρεύει την Αμερική» είχε πει για την Ατζανί η φίλη της Ελιζαμπέτ Ντεπαρντιέ (πρώτη σύζυγος του Ζεράρ Ντεπαρντιέ), «θέλει να γίνει κάτι περισσότερο από μια γαλλίδα ηθοποιός στο γαλλικό σινεμά. Θέλει να γίνει διεθνής, πέρα από τη Γαλλία». Για την Ατζανί το «διεθνής» παραμένει όρος προς συζήτηση, η Γαλλία όμως όχι. Ηταν και παραμένει μεγάλο κεφάλαιο του γαλλικού ή καλύτερα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Η ερωτική απογοήτευση
Ανέκαθεν, η ιδιωτική ζωή της Ιζαμπέλ Ατζανί ήταν λιγότερο αγέρωχη συγκριτικά με την επαγγελματική, αν και εξίσου δύσκολη στην «ανάγνωσή» της. Με τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας Μπρουνό Νιτέν, που τη φωτογράφισε στη «Γυναίκα δαιμονισμένη» και αργότερα τη σκηνοθέτησε στην «Καμίλ Κλοντέλ», έφερε στον κόσμο τον πρώτο γιο της Μπαρναμπέ, σήμερα 39 ετών. Υπήρξε επίσης σύντροφος του μετρ της ηλεκτρονικής μουσικής Ζαν Μισέλ Ζαρ και επί μια εξαετία, από το 1989 ώς το 1995, είχε μια φλογερή και θυελλώδη ερωτική σχέση με έναν άλλο γκουρού της υποκριτικής, τον Ντάνιελ Ντέι Λούις, ο οποίος της έγραφε επιστολές που έστελνε σε φακέλους σφραγισμένους με κερί.
Ο Ντέι Λούις της ζήτησε πολλές φορές να παντρευτούν, αν και η Ατζανί έβρισκε πιεστική την επιμονή του να γίνει αμέσως ο γάμος. Η σχέση τους ήταν αυτό που λέμε «μια στο καρφί και μια στο πέταλο», με χωρισμούς και επανενώσεις. Ως το 1995, την ίδια χρονιά που η Ατζανί γέννησε τον γιο τους Γκάμπριελ Κέιν ενώ ο Ντέι Λούις ήταν απών. Η σχέση έληξε μια και καλή και με πολύ δραματικό τρόπο. Αυτό που έχει γνωστοποιηθεί είναι ότι ο βρετανός ηθοποιός της ανακοίνωσε τον γάμο του μέσω ενός σημειώματος που της έστειλε με τη Federal Express την ίδια την ημέρα του γάμου του! Αλλά ποτέ δεν της είπε ότι χωρίζουν.
Το παράξενο είναι ότι στο σημείωμα ο Ντέι Λούις δεν ανακοίνωσε στην Ατζανί με ποια παντρεύτηκε και έτσι όταν εκείνη τηλεφώνησε στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη να μάθει τι συνέβη, αλλά και να τον συγχαρεί για τον γάμο του, πίστεψε ότι η γυμνάστρια Ντέια Πιτσάρντο που απάντησε στο τηλέφωνο ήταν η νύφη.
Δεν ήταν. Η νύφη ήταν η Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ και σκηνοθέτρια (τον έχει σκηνοθετήσει στην ταινία «Τζακ και Ρόουζ, μπαλάντα για δύο»). Απλώς, ο Ντέι Λούις διατηρούσε και με την Πιτσάρντο σχέση, η οποία έμαθε για τον γάμο του από την Ατζανί. Μια πολύ άσχημη κατάσταση.
Τον Νοέμβριο του 1996 η Ιζαμπέλ Ατζανί μίλησε για πρώτη φορά για τη σχέση και τον χωρισμό της με τον Ντάνιελ Ντέι Λούις αποκλειστικά στην κυριακάτικη έκδοση της βρετανικής εφημερίδας «The Mail». Η ηθοποιός αναφέρθηκε στον χωρισμό της εκτενώς και σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Λέσλι Χάσελ, «χωρίς ίχνος πικρίας, φθόνου ή θυμού», παρόλο που αποκάλυψε ότι «ο Ντέι Λούις δεν συνέβαλε οικονομικά στην ανατροφή του γιου του, δεν τον είχε δει για πέντε μήνες και δεν του έστειλε καν δώρο γενεθλίων». Η Ατζανί εξήγησε επίσης ότι είχε σπάσει τη μακρά σιωπή της σχετικά με έναν από τους πιο αινιγματικούς και ταλαντούχους ηθοποιούς του κόσμου με την ελπίδα ότι ο Ντέι Λούις θα συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί πλέον να μεταχειρίζεται τις γυναίκες με τόσο άσχημο τρόπο. «Ισως ο άντρας που αγάπησα να ήταν μόνο στη φαντασία μου» είπε η Ατζανί για τον πρώην σύντροφό της. «Τον άντρα που ξέρω σήμερα δεν θα μπορούσα να τον αγαπήσω ποτέ. Αλλά θα θυμάμαι πάντα ότι τον αγάπησα».