Στην τελευταία επίσκεψή μας δεν επικρατούσε το αδιαχώρητο στη γνωστή αυλή κι αυτό μας βοήθησε να δούμε την ταβέρνα του Παγκρατίου με άλλο μάτι. Οι λιγοστές παρέες και το καλό εγγυημένο φαγητό ήταν η καλύτερη εισαγωγή για τις θερινές εξόδους. Κι αυτό δεν αποτελεί μομφή για τον συνωστισμό, όταν επικρατεί. Η αυλή του Βυρίνη – από τις λίγες στην Αθήνα και από τις αρκετές στο Παγκράτι – έχει έναν μοναδικό τρόπο να ενώνει τους θαμώνες. Λίγα μέτρα μακριά από τα μπαρ της Αρχιμήδους, δίπλα στο Καλλιμάρμαρο, προσφέρει την πολυπόθητη απομόνωση στους επισκέπτες μαζί με τη γευστική εμπειρία των πρώτων υλών.
Αν και η ιστορική ταβέρνα έχει περάσει πλέον στην τρίτη γενιά – εξού και η νέα διακόσμηση -, το μενού διατηρεί το DNA του σπιτικού φαγητού, γεγονός που φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού στον κατάλογο: κεφτεδάκια της γιαγιάς, ντολμαδάκια με αβγολέμονο, μελιτζανοσαλάτα, τυροκαυτερή (αρκούντως πικάντικη, σε αντίθεση με πολλές «αλοιφές» πάσης φύσεως), αρνάκι λαδορίγανη.
Το τσιγαριστό χοιρινό και το σουβλάκι αγριόχοιρου είναι τα πιάτα που αυτοδιαφημίζει ο Βυρίνης και προφανώς κανείς δεν έχασε αν τα δοκίμασε. Εδώ που ήρθατε επίσης μη διστάσετε να δοκιμάσετε την ένοχη απόλαυση της τηγανητής πατάτας (με ρίγανη και ένα κλικ πιο κίτρινη απ’ τα συνηθισμένα). Τα υπόλοιπα, ανάλογα με την όρεξη του καθενός, θα τα ανακαλύψετε στον τακτοποιημένο κατάλογο – όπως και τα κρασιά με τα οποία μπορείτε να συνοδεύσετε το φαγητό.
ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΓΛΥΚΟ. Μία σημείωση: προσωπικά αποφεύγουμε το χύμα κρασί, αλλά η παρέα μας εκείνο το βράδυ επέμεινε για την ποιότητά του. Αντιθέτως, δοκιμάσαμε το μπανόφι, ένα από τα γλυκά του τέλους. Ακόμη και για τις ανάγκες ενός «μαζικού» επιδορπίου (εντάξει, είχε ίσως παραπάνω χτυπημένη σαντιγί), έκλεισε την εναλλαγή γεύσεων με τον καλύτερο τρόπο.