Η ευαισθησία, ακόμη περισσότερο η «όσφρηση», που διαθέτει το γυναικείο φύλο για τα επερχόμενα, έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν το 1929, το καθιστά ικανό να καταλαβαίνει μέσω της μόδας, όχι μόνον τις νέες τάσεις στον συγγενή χώρο της τέχνης, αλλά και τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Ο Γερμανός φιλόσοφος ισχυριζόταν πως σε περίοδο οικονομικής κρίσης το αιώνιο βρίσκεται μάλλον στο πτυχωμένο στολίδι ενός φορέματος παρά σε κάποια φιλοσοφική ιδέα.
Ο Αλεσάντρο Μικέλε, σχεδιαστής στον οίκο Gucci, διαθέτει αυτήν την έκτη αίσθηση να αντιλαμβάνεται ό,τι έρχεται. Και να μας το δείχνει με θεάματα παρουσίασης συλλογών που το αισθητικό τους περιεχόμενο κάθε φορά είναι ένα άλμα προς μία ασαφή συλλογική μνήμη. Συνέβη πάλι στη νεκρόπολη της γαλλικής πόλης Αρλ, στην περιοχή της Προβηγκίας. Όπου ο Μικέλε διάλεξε ένα επιβλητικό μνημείο για να το μετατρέψει σε θέρετρο της μόδας της συλλογής Gucci Cruise 2019. Mε σκοπό να χρησιμοποιήσει την ικανότητα της μόδας να συλλέγει ταυτότητες και να δημιουργεί ομάδες που δημιουργούν νέες μορφές κοινωνικής συμβίωσης ή ατομικής διαφοροποίησης επιβάλλοντας το ύφος τους ως τάση. Όπως άλλοτε τα κινήματα του εξατομικευμένου υπαρξισμού, με τα ζιβάγκο πουλόβερ, του κολεκτιβιστικού χιπισμού, με τα ινδικά πανωφόρια, και το πανκ, που συνέδεσε το καλτ ένδυμα με το σεξ και την πολιτική ο Μικέλε προσκάλεσε τους οπαδούς της αισθητικής φιλοσοφίας του να γίνουν είτε αιθέριες υπάρξεις είτε σκοτεινές γοτθικές φιγούρες.
Η στροφή προς τη μόδα, όπως την κατανοούμε σήμερα, συντελέστηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα από μια μικρή ελίτ του νεοαναδυόμενου καπιταλισμού. Η ελίτ αυτή χαρακτηρίστηκε από την τάση της για τη μη λειτουργική πολυτέλεια, τη σπατάλη, το εφήμερο και, γενικότερα, από την απόλαυση που αντλούσε μέσα από τη σκηνοθεσία επιφανειακών κόσμων. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο της πολυτέλειας αναπτύχθηκε η λατρεία της ανίας.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Gucci επωφελείται από τη σημερινή ανιαρή επανάληψη ίδιων ρούχων εντός του συστήματος της μόδας μεταφέροντας τον τόπο δράσης του σώου του στην Αρλ. Στη ρωμαϊκή νεκρόπολη Αλυκάμπ μνημείο του 4ου μ.Χ αιώνα, καταχωρημένο στον χάρτη παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Ο Αλεσάντρο Μικέλε εμπνεύστηκε από την μεταφυσική ατμόσφαιρα του χώρου όσο και από το γεγονός ότι το 18ο αιώνα είχε γίνει ένας ταξιδιωτικός προορισμός της ευρωπαϊκής ελίτ. Και στο λογαριασμό του στο instagram εξηγεί την έλξη του για τον συγκεκριμένο τόπο αναφέροντας πως «είναι ένα υβρίδιο, που μοιάζει με νεκροταφείο ενώ ταυτόχρονα δεν είναι. Μου αρέσουν πράγματα που φαίνονται σαν κάτι, αλλά δεν είναι» .
Αυτό το «ανάμεσα» σε δύο κόσμους, το «επέκεινα» και το «τώρα» χαρακτηρίζει το ύφος της μόδας του σχεδιαστή. Μόδα ρευστή που κινείται ανάμεσα στα φύλα και τις γραμμές των σωμάτων , ανάμεσα στο κιτς και την ραφινάτη σαφήνεια του χειροποίητου, τη χρωματική υπερβολή και την πολυτελή υλικότητα. Το εφέ του φωτισμένου με κεριά δρόμου στο Αλυκάμπ που καταλήγει σε φλεγόμενη πασαρέλλα μοντέλων που φοράνε κέρινες μάσκες κρατώντας νεκρικές ανθοδέσμες είναι το επιφανειακό παιχνίδι της μόδας του οίκου Gucci. Ένα μπαρόκ καρναβάλι ή ένας χορός νεκρών οργανωμένα να τα απολαύσουν και να τα καταναλώσουν ως θέαμα τα μοντέρνα βλέμματα σύγχρονων θεατών. Ωστόσο βλέμματα που ανακυκλώνουν το παρελθόν, είναι μελαγχολικά: στο εκάστοτε νέο βλέπουν κάτι ήδη νεκρό και ξεπερασμένο. Έτσι και η μόδα του Αλεσάντρο Μικέλε βρίσκεται σε έναν συνεχή αγώνα με τον θάνατο. Τον θάνατό της.