Οταν οι αδελφοί Λιμιέρ παρουσίασαν την πρώτη τους ταινία, όταν δηλαδή εφηύραν το σινεμά το 1895, πολλοί ήταν αυτοί που έγραψαν πως η ανθρωπότητα επιτέλους άγγιξε την αθανασία. Αντί για ακίνητες, «νεκρές» φωτογραφίες, μπορούσαμε τώρα να καταγράψουμε τους αγαπημένους μας εν ζωή, κυριολεκτικά. Γι’ αυτό και το σινεμά μοιάζει, κάποιες στιγμές, με… στοιχειωμένο σπίτι. Οι εικόνες του συχνά δείχνουν να κινούνται σε μια απροσδιόριστη ζώνη που χωρίζει την πραγματικότητα από την αναπαράσταση.
Σαν τα φαντάσματα. Σαν τις εικόνες πρωταγωνιστών που έχουν χαθεί από καιρό. Γιατί αυτό που τελικά προκύπτει δεν είναι κάποιος που ζει για πάντα, αλλά μια εικόνα παγιδευμένη, μια κίνηση καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται μέχρι την τελική φθορά. Και, πολλές φορές, αυτή η κίνηση κρύβει μια ποίηση εντελώς δικιά της, που κανείς σκηνοθέτης σήμερα δεν θα μπορούσε να αναπαραγάγει. Κανείς εκτός από τον Μιγκέλ Γκομέζ του υπέροχου «Χαμένου παραδείσου».
Εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία του Μουρνάου «Tabu, a Story of the South Seas» (1931), δανείζεται στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού αλλά και του αμερικανικού κινηματογράφου του Γκρίφιθ για την απόδοση κυρίως της πιο αχνής ασπρόμαυρης δεύτερης περιόδου. Διατρέχεται ωστόσο από έναν έντονο αυτοσαρκαστικό τόνο και μια σουρεαλιστική ειρωνική ματιά, που αμβλύνουν ή και ανατρέπουν το ύφος οποιασδήποτε νοσταλγικής διάθεσης.
Στην αρχή, σαστίζεις κάπως. Η αφήγηση, ράθυμη και απαιτητική, σε αποσυντονίζει. Ο Γκομέζ, αν και αρκούντως παιχνιδιάρης (δεν θα τον χαρακτήριζες με τίποτα σοβαροφανή) παρακολουθεί τους μοναχικούς ήρωές τους με την ίδια υπομονετικότητα που απαιτεί από τον θεατή. Δεν είναι εστέτ όμως. Εκκληση στην ανθρωπιά μας κάνει –μεγάλη η διαφορά. Στο επίκεντρο μια ομάδα χαρακτήρων που ενώνονται από… τη μοναξιά τους. Οπου μια συνταξιούχος περνά τον χρόνο της προσπαθώντας να απαλύνει τους καημούς των άλλων, μέχρι που γνωρίζει την ηλικιωμένη της γειτόνισσα –για να οδηγηθούμε στην ερωτική ιστορία αυτής και του Βεντούρα, που έλαβε χώρα στην Αφρική, στους πρόποδες του όρους Ταμπού.

ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ. Εκεί το φιλμ απογειώνεται. Σκεφτείτε πως από τη μέση μέχρι το φινάλε του ασπρόμαυρου (και βραβευμένου στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 2012) φιλμ δεν ακούγεται ούτε ένας διάλογος, παρά μόνο η αφήγηση του Βεντούρα που, με δάκρια στα μάτια, θυμάται την ομορφότερη ερωτική ιστορία που κατέγραψε το σινεμά του 21ου αιώνα. Στ’ αλήθεια, δεν υπερβάλλω. Βλέπετε, οι χαμένες αγάπες μοιάζουν κι αυτές με το σινεμά, έτσι όπως βαράμε σκοπιά στη μηχανή προβολής επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα τις πιο συγκινητικές σεκάνς. Μέχρι να «κάψουμε» το φιλμ. Ή να τις ξανακερδίσουμε.

Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Γκομέζ

Σενάριο: Μιγκέλ Γκομέζ και Μαριάνα Ρικάρντο{CR}Διεύθυνση φωτογραφίας: Ρούι Πόκας

Ηθοποιοί: Τέλμο Τσούρο, Αμερίκιο Μότα

Διάρκεια: 118’