Οι εξελίξεις στην Ιταλία και την Ισπανία είναι αντικειμενικά δυσάρεστες για την Ελλάδα. Το δείχνει η εκτόξευση των αποδόσεων των ομολόγων στα ύψη. Το δείχνει η επιστροφή της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας και της καχυποψίας, που καθιστούν απαγορευτική την έξοδο της χώρας στις αγορές μετά τις 20 Αυγούστου και δυσκολεύουν οποιαδήποτε συζήτηση για το χρέος. Από μια κοντόφθαλμη οπτική, όμως, οι ίδιες αυτές εξελίξεις βολεύουν την κυβέρνηση. Για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή ο Πρωθυπουργός βρίσκει μια δικαιολογία για την κατάρρευση του μύθου της καθαρής εξόδου. Τώρα πια δεν θα φταίει η δική του ανικανότητα να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά η ανευθυνότητα των Ιταλών. Εκείνος ήταν έτοιμος. Αλλά ήρθε η κρίση στη γειτονική χώρα και ανέτρεψε τα δεδομένα.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως η γενίκευση του προβλήματος ευνοεί τον συνήθη προβληματικό. Αν τα πράγματα στην ευρωζώνη δούλευαν ρολόι, οι πιέσεις προς την Αθήνα είτε να ακολουθήσει είτε να κατεβεί από το τρένο θα αυξάνονταν. Οταν όμως η Ρώμη τρέμει και η Μαδρίτη ταρακουνιέται, ο έλληνας Πρωθυπουργός μπορεί να πει: «Είδατε; Υπάρχουν και χειρότερα».
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει μια ευμενέστερη μεταχείριση από το Βερολίνο. Ακόμη κι ο Γκι Φέρχοφστατ είπε αυτές τις ημέρες ότι το πρόβλημα του Νότου δεν είναι το ευρώ, αλλά οι μεταρρυθμίσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε λοιπόν να αξιοποιήσει αυτή την κρίση για να κάνει μια στρατηγική στροφή. Να παραδεχθεί τα λάθη του, να αναγνωρίσει τις ευθύνες του στην καλλιέργεια ενός κλίματος διχασμού και φανατισμού και να ζητήσει τη συνεργασία της αντιπολίτευσης για να σωθεί η χώρα. Με άλλα λόγια, να ανακαλύψει τη γλώσσα της αλήθειας.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για την οικονομία. Οι συνομιλίες για το Μακεδονικό φαίνεται πως βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο. Σε μια στιγμή που μέρος της αντιπολίτευσης προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη σύγχυση για μικροκομματικούς λόγους και οι εθνικόφρονες ετοιμάζουν νέες διαδηλώσεις με το σύνθημα «η παραχώρηση ονόματος είναι παραχώρηση εδάφους», αυτό που χρειάζεται είναι ένας καθαρός λόγος. Εδώ βρισκόμαστε, αυτά πήραμε, αυτά δώσαμε, αυτά περιμένουμε για το προσεχές μέλλον. Ακόμη κι ο υπουργός Εξωτερικών το είπε: «Εμείς κάναμε τη δουλειά μας, ο λόγος τώρα στους πρωθυπουργούς.»
Θα μπορούσε ο Αλέξης Τσίπρας να κάνει την υπέρβαση, να αφήσει τις δημαγωγίες ότι για όλα φταίνε ο νεοφιλελευθερισμός, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και η Μαρέβα, και να επιδείξει αίσθημα πατριωτικής ευθύνης; Για κάποιον που συνεργάζεται εδώ και τριάμισι χρόνια με τον Πάνο Καμμένο (ναι, ναι, αυτόν που κατακεραυνώνει τα «ψώνια της Μυκόνου» και τους «φερετζέδες»), που επιχειρεί με κουτοπόνηρους τρόπους να εμπλέξει τους πολιτικούς του αντιπάλους σε σκάνδαλα, που ξεχαρβαλώνει την παιδεία και επιχειρεί να αλώσει τη Δικαιοσύνη, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Προσκρούει στο πολιτικό του DNA.
Μάλλον «βάστα Σαλβίνι!» θα φωνάζει.