Στην αμερικανική κοινωνία δεν υπάρχει αυτή η υπολανθάνουσα καχυποψία –και η ενοχή –για τα μεγάλα κέρδη μιας επιχείρησης, κάτι που μπορεί να διακρίνεις, έστω και ως άλλοθι, στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Εκεί, business σημαίνει money χωρίς αστερίσκους. Και η τηλεόραση είναι πολύ μεγάλη μπίζνα. Γι’ αυτό μου κάνει εντύπωση που μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες δύο τηλεοπτικοί κολοσσοί, η εταιρεία παραγωγής HBO και το κανάλι ABC, έκοψαν με συνοπτικές διαδικασίες δύο σειρές με πολύ μεγάλη τηλεθέαση για λόγους πολιτικής ορθότητας. Το «House of Cards», το οποίο έπειτα από μήνες επανήλθε, αφού όμως εξαερώθηκε ο πρωταγωνιστής Κέβιν Σπέισι, και τώρα το «Roseanne». Μήπως τελικά η πολιτική ορθότητα είναι πλέον πιο ακριβή από τα χρήματα; Και μήπως, τελικά, αυτός που ανέβασε την αξία της είναι ο Τραμπ;
Ερωτήματα διατυπώνω, γιατί είμαι μάλλον αμήχανη απέναντι σε ένα φαινόμενο που, αν και στην αρχή είναι υγιές, μπορεί να οδηγήσει σε παραδοξότητες και αδικίες. Στην περίπτωση του «Roseanne» μάλιστα, η αδικία έχει ήδη συντελεστεί, αφού, εκτός από τη Ροζάν Μπαρ, χάνουν τη δουλειά τους και οι υπόλοιποι ηθοποιοί και συντελεστές του σίριαλ. Μέχρι, ωστόσο, να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα –κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με την πάροδο του χρόνου –διαπιστώνω τις θλιβερές συνέπειες του Τwitter ως προς το επίπεδο του δημόσιου λόγου. «Ηταν δύο το πρωί όταν έκανα το tweet» διευκρίνισε η ηθοποιός στο απολογητικό διαδικτυακό της υπόμνημα. Ε, και; Γιατί να είσαι διαφορετικός στις δύο το πρωί απ’ ό,τι στις τέσσερις το απόγευμα; Και αν τέλος πάντων είσαι, γιατί να τουιτάρεις; Κακά τα ψέματα. Αν είσαι βρωμόστομα, προστατευμένος πίσω από την οθόνη του υπολογιστή που δεν υπάρχει σε μια διά ζώσης ομιλία, τα ίδια θα γράψεις και τα μεσάνυχτα και τα χαράματα. Και αν είσαι πολύ βρωμόστομα (όπως κάποιοι υπουργοί μας) δεν θα ορρωδήσεις να τα πεις και δημόσια ή να τα υπερασπιστείς.