Οι άνθρωποι που φοράνε γυαλιά, όχι μόνο φαίνονται πιο διανοούμενοι στους τρίτους, αλλά είναι και πραγματικά πιο έξυπνοι, σύμφωνα με μια νέα διεθνή γενετική μελέτη, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα.
Επιστήμονες – μεταξύ των οποίων Έλληνες από την Ελλάδα και τη διασπορά – ανέλυσαν γενετικά στοιχεία από 300.500 ανθρώπους και βρήκαν ότι, κατά μέσο όρο, όσοι είχαν μεγαλύτερη γενετική προδιάθεση να είναι έξυπνοι, είχαν επίσης σχεδόν 30% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαθέτουν στο DNA τους γονίδια που απαιτούν να βάλει κανείς γυαλιά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Γκέιλ Ντέηβις του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature Communications”, σύμφωνα με τις βρετανικές «Γκάρντιαν» και «Τέλεγκραφ», πραγματοποίησαν την πιο ολοκληρωμένη έως τώρα μελέτη των γονιδίων που σχετίζονται με την εξυπνάδα.
Μεταξύ άλλων, βρήκαν ότι ορισμένα από αυτά τα γονίδια της εξυπνάδας, δεν σχετίζονται μόνο με την πιθανότητα χειρότερης όρασης, αλλά επίσης με καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία και μακροζωία. Ακόμη, με μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των πνευμόνων και κατάθλιψης. Εν ολίγοις, οι διοπτροφόροι έχουν και τα τυχερά τους από άποψη υγείας.
Από την άλλη, πρέπει κανείς να έχει υπόψη του ότι η μελέτη βρήκε απλές συσχετίσεις και ότι η εξυπνάδα είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική και δύσκολο έως αδύνατο να μετρηθεί πραγματικά αξιόπιστα.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που φοράνε γυαλιά, δίνουν στους άλλους ανθρώπους την εικόνα ότι είναι πιο έξυπνοι, εργατικοί, υπεύθυνοι και τίμιοι. Γι’ αυτό, άλλωστε, μια κλασική συμβουλή των δικηγόρων στους πελάτες τους είναι να φοράνε γυαλιά στο δικαστήριο!
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι Στέλλα Γιακουμάκη (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Δημήτρης Αβραμόπουλος (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς ΗΠΑ), Ευάγγελος Ευαγγέλου (Σχολή Δημόσιας Υγείας Imperial College Λονδίνου), Αλέξης Χατζημανώλης (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών), Πάνος Ρούσος (Ιατρική Σχολή Όρους Σινά Ν.Υόρκης), Νικόλαος Σμύρνης (Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Νίκος Στεφάνης (Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Ιωάννα Τζουλάκη (Σχολή Δημόσιας Υγείας Imperial College) και Πάνος Μπίτσιος (Ιατρική Σχολή Κρήτης).
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.nature.com/articles/s41467 – 018 – 04362 – x