Ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς είναι ένας γοητευτικός συνομιλητής. Μπορεί να ανοίγει μεγάλες παρενθέσεις, αλλά αυτές μόνον κουραστικές δεν είναι. Αντίθετα, κουμπώνουν με την κύρια αφήγηση,μοιάζουνμεαυτοτελή ξέφωτα ή μικρούς παραδρόμους που καταλήγουν ξανά στην ίδια αισθηματική λεωφόρο των λόγων του. Και αποκαλύπτουν έναν μαγικό κόσμο, στον οποίο ο Χρονάς εμμένει εδώ και παραπάνω από τέσσερις δεκαετίες, όταν πολύ νέος ανέβηκε από τον Πειραιά στην Πλάκα, και νοίκιασε τομικροσκοπικότου διαμέρισμα στην Οδό Πανός, πουέμελλε να είναι και το όνομα των εκδόσεών του. Πολυγραφότατος, άνθρωπος του κέντρου των Αθηνών, ζυμωμένος στην παρέα του Χατζιδάκι και του Τσαρούχη αποτελεί εκδοτικό πόλο καισημείοαναφοράς της γκέιμυθολογίας με τα 120μελοποιημένααπό συνθέτες τραγούδια του, την Ποίησή του, τα βιβλία του και βέβαια τοπεριοδικό του, «Οδός Πανός», από τα λιγοστά πια λογοτεχνικά που επιβιώνουν. Συναντιόμαστε στο πατάρι του καφέ Κοραής, κοντά στο γραφείο του εκδοτικού του οίκου και μας μιλά για την Ομόνοια, τον Χατζιδάκι, το Pride, τα βιβλία του, την πνευματική ζωή της πόλης.

Πολλά χρόνια τώρα έχετε επιλέξει να έχετε το δικό σας σύμπαν στο κέντρο, τα βιβλία σας, που μόνος σας εκδίδετε και διανέμετε, το περιοδικό σας, τους φίλους σας…

Το βιβλιοπωλείο βρίσκεται στην οδό Διδότου 39. Πιο πριν έδινα ως διεύθυνση και λάβαιναεπιστολέςκαι καρτ ποστάλ στην οδό Αισχύλου. Είχε μαγαζί ο πατέρας μου που το έκανα έδρα. Στην οδό του μεγάλουποιητή, η Θεοδοσοπούλου έγραψε σε κριτική στο «Βήμα» όταν έγραψα το βιβλίο μου «Τα Κοκόρια της οδού Αισχύλου» πως εκτός από τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνους –η κάτω οδός δηλαδή, της Αριστοφάνους –έχουμε και τα Κοκόρια της οδού Αισχύλου.

Πότε γράφετε πρώτη φορά;

Εκανα το «Βιβλίο1» – ποίηση – το 1973 και μου τοεπιμελήθηκε ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Tο πήγα στον Γ. Π. Σαββίδη και με ρώτησε γιατί είχε τρεις τύπουςγραμμάτων. Ταποιήματααυτάάρεσαν στον Μαρωνίτη, μου το είπε πριν χρόνια στο Παγκράτι. Του άρεσαν και τα «Μαύρα Τακούνια» αργότερα. Βιοποριζόμουν από το βιβλίο αυτό, πουλούσε τότε. Από τις πωλήσεις του Βιβλίου 1, πήρα ένα πανάκριβο σύστημα ήχου και μουσικής τότε που εντυπωσίασε τον Τσαρούχη.

Μετά;

Σε έναν χρόνο κάνω τις «Λάμπες». Γνωρίζω τον Μάνο Χατζιδάκι ένα βράδυ στο Πολύτροπον της Πλάκας. Είχε βγει να καπνίσει.Μου λέει ο Μάνος, εδώ κάνω κάθε βράδυ πρόβες. Με καλεί, εκεί τον γνωρίζω, αλλά και τη Βούλα Σαββίδη, την Ελένη Μανιάτη και άλλους.Γυρίζει ένα βράδυ και μου λέει: ξέρετε, είμαι ομοφυλόφιλος. Του λέω δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη, είναι πολύ φιλολογική.

Μένετε τότε στην Πλάκα;

Ως Πειραιώτηςμου ταίριαζενα πιάσω σπίτικάτω από την Πλάκα. Τα διαλυμένα σπίτια, η υγρασία. Ενστικτωδώς πήγα εκεί. Μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, μέσω Ξαρχάκου βρήκα εργασία στο περιοδικό «Ζυγός». Στον Ξαρχάκο με πήγε ο τραγουδιστής Πασπαράκης. Ο «Ζυγός» του Φραντζεσκάκη ήταν στην Πλάκα. Με προσέλαβε αμέσως.

Συνδέεστε τότε με τον Χατζιδάκι…

Πολύ.Του άρεσε που ήμουν Πειραιώτης.Αλλοπου δεν του άρεσαν τα «Παιδιά τουΠειραιά», που αποποιήθηκε. Υπέγραφεένα ολόκληροβράδυστον Λυκουρέζο όλα τα χαρτιά, ότι αποποιείταιαυτότο έργο.

Πώς μπαίνει ένας νέος από τον Πειραιά σε έναν τέτοιο κόσμο;

Είχα μάθει την τέχνη από τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Οταν ο Μαρκόπουλοςήλθε στηΣτοά Στεφανάκη, με τα «Ριζίτικά» του, τότε τους γνώρισα. Μαζεύοντανκαλλιτέχνες, κάθε Τρίτη.Μαζίμε τον Μαρκόπουλο ήλθε ο Κατσαρός. Ο Μιχάλης είχε διαβάσει έναποίημάμου που λεγόταν «Στον Αδη»,σε ανθολογίαΑγκυρας. Ηθελε να με γνωρίσει, ήταν ενθουσιασμένος με αυτό το ποίημα. Εγώ τότε ήμουν πολύ αυστηρός με τον Μαρκόπουλο. Του είπα λοιπόν: δεν ασχολούμαι με ήρωες αλλά με αντιήρωες. Αυτόάρεσε στον Γιάννη. Η διαδρομή απόΠειραιάσε Αθήνα είναι μερικά χιλιόμετρα, αλλά για μένα τότεήταν αιώνες.

Σπουδάσατε κιόλας.

Πέτυχα στην ΑΣΟΕΕ. Δεν ήξερα όμως πως εγώ από κλασικό σχολείο δενμπορούσα να παρακολουθήσω. Εμαθα όμως δύο σπουδαία πράγματα: πως και ο Θεός έχει τον διαφημιστή του. Και τον όρο “αστάθμητος παράγοντας”. Η Μαρινέλλα τραγουδάει Ιούλιο σε Αγρίνιο και βρέχει. Αυτό είναι ο αστάθμητος παράγοντας.

Το δεύτερο βιβλίο σας;

Το δεύτερο βιβλίο μου, οι «Λάμπες», βγήκε από το Πολύτροπον του Μάνου Χατζιδάκι.Με ποιον ζωγράφο να συνοδεύσουμε ταποιήματα με ρώτησε ο Μάνος. Εγώ είπα, ωςΣαλώμη, τον Τσαρούχη. Του στείλαμεφωτοτυπίατο δοκίμιο στο Παρίσι. Πολλοί ηλεκτρολόγοι πήγαιναν να το αγοράσουν και βλέπανε πως είναι ποιήματα!Ο Γιάννης έστειλε δύο επιστολές, μία σε μένα και μία στον Μάνο. Μου έγραψε πως πίσω από τη σουρεαλιστική γραφή κρύβεται ένα βαθύτραγικό πνεύμα.Ηλθαν τα σχέδια, ανάρπαστο το βιβλίο. Συνέχισα την πορεία μου.Από κει (απ’ το Πολύτροπον) γεννήθηκαν τρία πράγματα: τα «Πέριξ» της Βούλας Σαββίδη που έβγαλε η Λύρα βέβαια και το «Αργό Πετρέλαιο» σε 600 αντίτυπα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Εγώ τα διένειμα, έγινε ανάρπαστο.

Πώς εξελίσσεται αυτή η παρέα;

Ο Μάνος ζητάει να επισκεφθεί το σπίτι μου στην Οδό Πανός. Εχει έλθει ο Φρέντυ Γερμανός για γύρισμα, δεν δίνει σημασία ο Μάνος. Μόνο λέει στην ορχήστρα: προσέξτε τατέμποτης μουσικής, τίποτε άλλο. Εγώ τα μπερδεύω όλα,ποιος ξέρει τι του λέω, τότε του άρεσε. Τρώμε σε υπόγεια ταβέρνα, ήλθε τελικά σπίτι. Υπήρξε αμηχανία στον χώρο. Του λέω τότε θέλατε, δεν θέλατε –μίλαγα πάντα στον πληθυντικό –γίνατε ανθολόγος, αφού μελοποιήσατεΕυριπίδη,Λόρκα, Σαραντάρη,Σαπφώ, του άρεσε η παρατήρηση, τότε έσχιζε ως γνωστόν ο «ΜεγάλοςΕρωτικός». ΟΜάνοςεπειδήπεριβαλλόταν απόάτομαπου του λέγανε μόνο καλά λόγια,καθετίαρνητικότονέλκυε. Ηαποθέωση ήταν όταν μουείπε κάποτε στον Φλόκα πως θα με μελοποιούσε και του απάντησα πως ταποιήματαμου δεν χρειάζονται μουσική κάλυψη.Ο Μάνος με πήγε στονΓκάτσοστου Φλόκα. Αυτός ήταν σοβαρός. Με ρωτάει αν έχω διαβάσει Σικελιανό.Εγώ του λέω, ναι, και μάλιστα από ποιήματα εκλογής Νίκου Πολίτη σε Γαλαξία της Βλάχου. Εγινε έξω φρενών. Τα θεωρούσε λίγα και εκλογή εκ του ανθολόγου.

Το περιοδικό «Οδός Πανός» πότε ξεκινάει;

Είχε έλθει οΘανάσηςΛάλας σπίτι μου. Εβγαζε το περιοδικό «Περιοδικό». Τον ρωτώ πόσο στοιχίζει, μου είπε και σκέφτηκα: άρα μπορώ να κάνω κι εγώ. Είχα μια ομάδα δυνατών παιδιών –φίλοι. Λέω θα κάνω 8 -9 τεύχη, με τον τίτλο «Οδός Πανός», είχε προηγηθεί μια σειρά εκπομπών μου στο ΤρίτοΠρόγραμμα.Κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1981 το πρώτο τεύχος, μια εποχή που ευνοούσε περιοδικά. Την διανομή σεΘεσσαλονίκηέκανε ο Νίκος Καρατζάς.Ηθελα τις εκδόσεις να τις κάνω Σιγαρέτα, αλλά ήταν ήδηδιάσημοςο τίτλος «Οδός Πανός», όπως μου είπε ο Καρατζάς και τις ονόμασα έτσι.Μαθαίνει ο Μάνος πως κάνω περιοδικό, τότε είχε το «Τέταρτο». Ανακαινίζεται τότε ηΡηγίλλης, πήγα και τον βρήκα σε ένα άλλο διαμέρισμα. Μου λέει: Μην κάνειςπεριοδικό, θα ζεις με το «Τέταρτο». Μου δίνει πάντως δύο ποιήματα δικά του και τα δακτυλογράφησα σε γραφομηχανή. Το πρώτο τεύχος έγινε ανατύπωση. Εξαντλήθηκε. Είχεχειροποίητοτον τίτλο με πενάκι. Με λεφτά της Μάγδας Κοτζιά, εγώ δενείχα λεφτά, το διανέμει μάλιστα η ίδια.Και πουλώ μερικά κρυφά εγώ και ζω, χωρίς τιμολόγιο. Το δεύτερο τεύχος το αναλαμβάνω μόνος μου και το βγάζω Ιανουάριο, ενώ έπρεπε να το έχω βγάλει από Δεκέμβριο. Παθαίνω ζημιά, σκίζει πάντως, κάνω τότε και εκδόσεις. Θέλω να τις λέω Σιγαρέτα –η Ζατέλη και οΣταύροςΑντωνίουθέλανε ναεκδίδονταιστα Σιγαρέτα.

Η Ζατέλη πρωτοεκδίδεται σε εσάς.

Βέβαια. Η «Περσινή αρραβωνιαστικιά» και το «Στην Ερημιά με χάρη».Εγώ έχωαυτόπου λένε: ο τολμώννικά, επίσηςδενέχω την λέξη πρόβλημα στο λεξιλόγιό μου.Εχω το εξής: αν κάποιος με βρίζει, εξετάζω αν αυτά που λέει είναι αλήθεια. Αν όχι, το πρόβλημα δεν είναι δικό μου, είναι δικό του.

Επειδή αναφερθήκατε στον Τσαρούχη, πότε και πώς τον πρωτογνωρίζετε;

Τον Τσαρούχη τον γνώρισα μέσω του Χατζιδάκι. Με καλεί να πάω σπίτι του, μέσω του Φραντζεσκάκη που έβγαζε τον «Ζυγό» και όπως σας είπα δούλευα τότε.Φτάνω στο Μαρούσι, ήταν εκείμιαπλούσιαοικογένεια. Είχε πληρώσει ο πατέρας των παιδιών να τους κάνει πορτρέτο ο Γιάννης. Ξέρετε, ο Τσαρούχης εκτός απόμεγάλοςζωγράφος, διανοούμενος και τα πάντα ήταν και μεγάλος φωτογράφος. Φωτογραφίζει τα παιδιά και μετάμεγεθύνειτιςφωτογραφίες για να τα ζωγραφίσει. Φεύγει η οικογένεια, πάμε να φάμε σε ταβέρνα. Του λέω: πρώτη φορά βλέπωπλούσιαπαιδιά πουθέλουν να συνεχίσουν την περιουσία του πατέρα τους, γιατί τα πιο πολλά είναι επιρρεπή να την καταστρέψουν.Αυτό ίσως το λαβαίνει υπόψην του.

Πότε όλα αυτά;

Είναι 1975 τότε. Μετά τη δική του Πατσούκα, που βρέθηκαν όλα τα έργα εκτός από τον Αγιο Σεβαστιανό. Μοντέλο που πόζαρε ήταν ο Ανδρέας Στάικος. Μου λέει τότε ο Τσαρούχης: «Θα έλθω αύριο σπίτι σας». «Τι να κάνετε;» του λέω, «είναι φτωχό». Καλώ μια παρέα ετερόκλητη, όλοι άνδρες πλην της Ζυράννας.Ερχεται σπίτι, αρχίζει συζήτηση και σε τηλέφωνο δηλώνει πως το σαλόνι της Οδού Πανός είναι το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής! Γίναμε φίλοι. Εγώ ήμουν ο εαυτός μου, ακολουθούσααυτόπου μου είχε πει η Γυναίκα της Πάτρας που ήταν πόρνη:είτεπάωμε τονΛαδόπουλο, είτε με έναν τελευταίο, είμαι το ίδιο πρόσωπο, δεν έχω προσωπεία. Δύο πράγματα δεν θέλω στο μπουρδέλο, μου έλεγε, ανήλικα και βλάχους.

Ποιος σας μελοποιεί πρώτος;

Ο Μαρκόπουλος. Εμενε τότε στην Κυψέλη. Του έδωσα το «Πέραμα» και την«Αλεξάνδρεια», τα είπε η Βίκυ. Στην κηδεία της Βίκυς ο Γιώργος Τσάμπρας μού είπε ότι έχει πει άλλο ένα η Μοσχολιού: το «Μέρα με την ημέρα σε χάνω». Τότε που γνώρισα τον Μαρκόπουλο πήγαινα κάθε βράδυ στη Λήδρα ενώ έκανα και ερωτικές βόλτες στην Αθηνάς. Από κει πήρα εκεί πτυχία κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας…

Πώς είναι το κλίμα λίγο αργότερα, τη δεκαετία του ’80;

Διανέμω μόνος από Κηφισιά μέχρι Πειραιά.Φεύγω το πρωί επτά το πρωί, μέχριβράδυ. Ητηλεόραση παίζει Φασμπίντερ το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς». Το ψυγείο μου είναι άδειο, αλλά έχω πανάκριβη τηλεόραση. Υπάρχουν περιοδικά κι άλλα τότε, είχαμε τεράστιο κοινό. Τα πιοπολλάέχουνκλείσει, Μόνο η «Οδός Πανός» και το «Δέντρο» υπάρχουν από τότε.

Πάντως πάτε λίγο ανάποδα στο ρεύμα πολιτικοποίησης της εποχής.

Στην αρχή είμαι άγριος. Bρίζω τον Ελύτη, τον Παπανούτσο. Εχω πολλή μέλαιναχολή.Αυτό αρέσει. Ο Ελύτης λέει στον Αρανίτση: Ο Χρονάς με βρίζει.

Κάνετε και ράδιο ταυτόχρονα.

Αρχικά στο Τρίτο Πρόγραμμα και μετάπήγα στο Δεύτερο με τη Μιχαλίτση με εκπομπή κάθεΣαββάτο.Εκανα πρόσωπα: την Καίτη Γκρέυ, την Πόλυ Πάνου, τον Ρασούλη κ.τ.λ. Οταν ήλθε η Καίτη στην ΕΡΤ, συναντήσαμε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και μας ενημέρωσε πως ο Καζαντζίδης την ίδια ώρα έγραφε με τους «Ρεπόρτερς». Τότε η Καίτη εργαζόταν στο «Ζυγό» με Γαλάνη και Αλεξίου. Πήγαινα κάθε βράδυ. Εκανε προετοιμασία για το μακιγιάζ από τις 9 μέχρι τη μία παρά δέκα που έβγαινε.

Τότε της γράφετε τη βιογραφία;

Δενείχεκαμία καλή γνώμη για κανέναν εκτός από την Πόλυ Πάνου.Τη μελετούσε.Εχει αρχίσει τότε και μου λέει τη ζωή της.Μετά απόσυνάντηση με Καζαντζίδη στην ΕΡΤαποφασίζει να μου μιλήσει η Καίτη. Χρησιμοποιώ τον όρο de profundis που γίνεται μόδα σε όλες τις δημοσιογραφικέςκαταστάσεις.

Πώς επιβιώνετε σήμερα;

Πάντα ζω στη μαγική μου πόλη. Ακόμη και σήμερα. Μέσα σε αυτήν δημιουργώ, χωρίς να ζω σε κάποιον πύργο, αγοράζω κάθε μέρα τέσσερις εφημερίδες και τρεις την Κυριακή. Δεν έχει χαθεί τίποτε από μένα, 37 χρόνια συναντώ σε σπίτια και ιατρεία την «Οδό Πανός».

Ξέρετε καλά και έχετε υμνήσει την Ομόνοια.

Τον Ιωάννου τον είχα δει να κάνει πέρασμα σε Ομόνοια χωρίς να κοιτάει κανέναν. Ο Ιωάννου έκανε βιβλίο για την Ομόνοια κι εγώ τις Τελετές Μοτοσικλέτας. Εκανα την Πλατεία Ομονοίας Πικαντίλι.

Πώς ήταν τότε;

Δεν κινδύνευες, ήταν εντελώς αλλιώς. Τα στέκια ήταν: το Νέον που δεν είχε ουρητήρια για γυναίκες. Ο,τι συμφωνία έκανες ετηρείτο. Υπήρχε λόγος. Πήγαινα και με τον Μιχάλη Κατσαρό στον Μέγα Αλέξανδρο, στη Βρετάνια με το περίφημο ανθόγαλα με μέλι. Εκεί έρχονταν στρατιώτες και άλλαζαν ρούχα στο υπόγειο. Η Ομόνοια ήταν μεγάλη, διεθνής πλατεία. Ηταν το Φοντάνα με διάσημες φελινικές αδελφές της Αθήνας, με πολύχρωμα ρούχα. Ηταν μαγική πλατεία. Δεν έχει περάσει σε καμία ελληνική ταινία αυτό, αλλά ούτε και το Πέραμα όπου μύριζε η ατμόσφαιρα συκώτι και τα παλιομάγαζα το βράδυ που έπαιζαν μπουζούκια. Η τελευταία σκηνή στην «Ευδοκία» διασώζει το παλιό Πέραμα.

Και ο Κουτρουμπούσης είχε φωτογραφίσει το παλιό Πέραμα και τα νυχτερινά του κέντρα.

Βέβαια!

Κύριε Χρονά, θα πάτε στο Pride στην Αθήνα;

Δεν πολυπιστεύω σε αυτά, κάνω την επανάστασή μου μόνος. Για ποιον λόγο ένας άνδρας να ντυθεί γυναίκα για να αρέσει σε άνδρες, ας αρέσει κατευθείαν.

Συμφωνείτε με το σύμφωνο συμβίωσης; Δεν είναι προοδευτική τομή;

Μια χαρά είναι το σύμφωνο συμβίωσης. Αλλά το να κατεβάσουν το βρακί τους στη Βουλή το βρίσκω περιττή επανάσταση. Δεν υπάρχει λόγος.

Γνωρίσατε τον Κώστα Ταχτσή.

Εγινε συνδρομητής μου. Μία εβδομάδα πριν δολοφονηθεί – εγώ πέρναγα ερωτική απογοήτευση – μου είπε: κατέβα Κουμουνδούρου. Με 50 δραχμές θα βρεις ό,τι θέλεις.

Εχετε γράψει και στίχους τραγουδιών.

Εκατόν είκοσι τραγούδια μου έχουν μελοποιηθεί. Είχα πει όμως στον Χατζιδάκι: προτιμώ να πουλώ κάρτες με τη Μαντόνα και τους Duran Duran, παρά να γράφω τραγούδια για να εισπράττω δικαιώματα.