Η πρώτη απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης στην Ιταλία από έναν συνασπισμό λαϊκιστικών κομμάτων, της ριζοσπαστικής δεξιάς Λέγκας και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, μπορεί να προσέκρουσε στις αντιδράσεις του προέδρου Ματαρέλα, έδωσε όμως αφορμή για να ξαναφουντώσει η συζήτηση για τη δημοκρατία στην Ευρώπη υπό το βάρος του περιοριστικού πλαισίου μέσα στο οποίο είναι αναγκασμένα να λειτουργούν εθνικά αντιπροσωπευτικά συστήματα και του λαϊκισμού που προκαλείται ως αντίδραση.
Είναι προφανές ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετωπίζει σήμερα μια διττή πρόκληση στην ΕΕ. Από την μια, η ουσία τη δημοκρατικής επιλογής τίθεται εν αμφιβόλω όταν εθνικές δημοκρατίες δεν μπορούν να ασκήσουν πλήρως την κυριαρχία τους. Από την άλλη, η πολιτική έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας παίρνει τη μορφή του λαϊκισμού, που αποτελεί ο ίδιος μια πρόκληση για την εύρυθμη λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Αυτή η συζήτηση είναι οπωσδήποτε σημαντική, δεν πρέπει όμως να λειτουργεί ως αντιπερισπασμός από την ακόμα σημαντικότερη παραδοχή ότι στη βάση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η δημοκρατία στην Ευρώπη σήμερα βρίσκονται προφανή ελλείμματα πολιτικής της ίδιας της ΕΕ. Είναι πολύ βολικότερο για τις ευρωπαϊκές ελίτ άλλωστε να αναλώνονται σε μια αέναη ηθικιστική κουβέντα για τον λαϊκισμό των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας από το να αναγνωρίσουν ότι στην Ιταλία συσσωρεύονται ευρωπαϊκές αποτυχίες ετών. Η λαϊκιστική φύση των κομμάτων που θα κυβερνήσουν στη Ρώμη δεν ακυρώνει το γεγονός ότι η ιταλική οικονομία έχει παραμείνει στάσιμη στα χρόνια συμμετοχής στην ευρωζώνη ή ότι η Ιταλία έχει αφεθεί ουσιαστικά μόνη της να αντιμετωπίσει μια διαρκή προσφυγική – μεταναστευτική κρίση.
Η «βαθιά ανησυχία» των ελίτ για τον λαϊκισμό δεν μπορεί πια να δικαιολογήσει την απραξία της ΕΕ και την διαιώνιση χρόνιων παθογενειών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η δυσαρέσκεια που φέρνει στην εξουσία τα Πέντε Αστέρια και τη Λέγκα δεν αποτελεί έκφραση παθογένειας της ιταλικής κοινωνίας αλλά είναι εύκολα εξηγήσιμη αν κάποιος αναλογιστεί πως η Ιταλία υφίσταται εδώ και χρόνια τις συνέπειες ξεκάθαρα ετεροβαρών ευρωπαϊκών πολιτικών. Στον ευρωπαϊκό Νότο άλλωστε θέσεις υπέρ της μεταρρύθμισης της ευρωζώνης και του καθεστώτος Δουβλίνου στο προσφυγικό ζήτημα εκφράζονται και από μη λαϊκιστικά, φιλευρωπαϊκά κόμματα. Στις Βρυξέλλες όμως και τις βόρειες πρωτεύουσες οι σχετικές πρωτοβουλίες έχουν παγώσει.
Το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ευρώπη είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι επιτέλους να ξεκινήσει η ΕΕ να αντιμετωπίζει τους βαθύτερους λόγους πίσω από την αύξηση της απήχησης των λαϊκιστών, ιδιαίτερα όπου αυτοί έχουν να κάνουν προφανέστατα με ελλείψεις του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος. Σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο σε βάθος χρόνου από το να θεωρηθούν στο μυαλό των ευρωπαίων πολιτών οι αποτυχίες μιας μονίμως καρκινοβατούσες ΕΕ αποτυχίες της ίδιας της δημοκρατίας.