Η δόξα είναι σαν τη φωτιά. Οσο την πλησιάζεις ζεσταίνεσαι, αλλά μόλις την αγγίξεις καίγεσαι. Οπως κάηκαν, καίγονται και θα καούν οι οιηματίες του ποδοσφαιρικού κόσμου που πετούν ψηλά με κέρινα φτερά.
Λίγες ημέρες μετά την κατάκτηση του Euro 2004 από την Εθνική, χτύπησε το τηλέφωνο του Οτο Ρεχάγκελ. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Του ζητούσε να αναλάβει τη Μάνσαφτ ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου που θα φιλοξενούσε η Γερμανία στα γήπεδά της το 2006.
Ο Ρεχάγκελ ήταν ανένδοτος. Το χρωστούσε άλλωστε στον Κάιζερ από τότε που τον απέλυσε από την Μπάγερν, λίγο πριν από τον τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1996. Στην ύστατη προσπάθεια να τον πείσει, ο Μπεκενμπάουερ τον ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωση να κατακτήσεις το Παγκόσμιο Κύπελλο με την Ελλάδα;».
Από τη συνέχεια της ιστορίας αντιλαμβανόμαστε τι του απάντησε ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής.
Στον Ρεχάγκελ παρουσιάστηκε η χρυσή ευκαιρία να φύγει από τη Γαλανόλευκη όντας πρωταθλητής Ευρώπης και αρχιτέκτονας μιας εκ των μεγαλύτερων εκπλήξεων στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Το νέκταρ των θεών ίσως τον ζάλισε. Η οίηση, η αυταρέσκεια, επακόλουθο της τεράστιας επιτυχίας του, ίσως να τον τύφλωσε. Το γεγονός είναι πως ο Γερμανός έξυσε το λούστρο του με τον αποκλεισμό από το επόμενο Μουντιάλ, αφήνοντας το τελευταίο γέλιο για τον Κάιζερ.
Ο Ζιντάν δεν έπεσε στην ίδια παγίδα. Ισως γιατί ήταν μαθημένος στους τίτλους και δεν μπορούσαν πια να τον ζαλίσουν. Φρόντισε να προνοήσει και όχι να μετανοήσει. Οπως έκανε με την περίφημη κουτουλιά στον Ματεράτσι. Απέδειξε πως η πολύτιμη πείρα του μετουσιώθηκε σε σοφία. Κατάλαβε μέχρι πού φτάνουν οι δυνάμεις του και απέφυγε την παγίδα της φιλοδοξίας. Γιατί, όπως έλεγε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, η φιλοδοξία είναι το τελευταίο καταφύγιο της αποτυχίας.
Οσες αποτυχίες κι αν θα έχει στο μέλλον στην καριέρα του ως προπονητής ο Ζιντάν, το βιογραφικό του θα γράφει πως έφυγε μόνος του από τη Ρεάλ έχοντας παραμάσχαλα τρία Τσάμπιονς Λιγκ.