Εβρεχε. Πήρα το ταξί απ’ την Αγίας Σοφίας –με το που ξεκίνησε πετάχτηκε μπροστά μας μια γυναίκα όχι μεγαλύτερη από πενήντα χρονών. Ο ταξιτζής φρέναρε απότομα και της φώναξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο:
–Σιγά, μωρή κωλόγρια, παραλίγο θα σε σκότωνα.
Αυτή σταμάτησε τσακισμένη και του απάντησε:
–Καλύτερα να με σκότωνες παρά αυτό που μου είπες…
Οντως η λέξη «κωλόγρια» για μια τέτοια γυναίκα, πενήντα χρονών, κομψή, συμπαθέστατη, ήταν δολοφονική –τουλάχιστον για τη θηλυκότητα και τον αυτοσεβασμό της. Αλλά και για οποιαδήποτε γυναίκα.
Αρχισα να σκέφτομαι τη λεκτική βία που είναι και θέμα όχι των ημερών, αλλά σχεδόν σταθερό πρόβλημα των τελευταίων χρόνων στην καθημερινότητα, στην πολιτική και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Ρώτησαν κάποτε τον Ναπολέοντα ποιο είναι το ισχυρότερο στράτευμα στον κόσμο και εκείνος απάντησε:
–Οι λέξεις.
Ο ερωτών ζήτησε εξηγήσεις και ο μέγας στρατηγός απάντησε:
–Γιατί μπορεί να νικήσω σε μια μάχη και οι λέξεις να παρουσιάσουν τη νίκη μου σαν ήττα.
Η λεκτική βία επομένως υπάρχει οπότε και η σχετική νομοθεσία προστασίας απ’ αυτήν όπως είναι οι διατάξεις περί συκοφαντικής δυσφήμησης, προσβολής νεκρού και άλλες.
Αλλά υπάρχουν και σκληρότερες μορφές της, απολύτως φονικές, που αρκετές φορές έχουν προκαλέσει μαζικούς θανάτους και κάποιοι από όσους την έχουν ασκήσει έχουν τιμωρηθεί και οι ίδιοι με θάνατο –παράδειγμα ο Γιούλιους Στράιχερ, εκδότης της ναζιστικής εφημερίδας «Der Sturmer», ο οποίος εκτελέστηκε από τους Συμμάχους τον Οκτώβριο του 1946. Το σκεπτικό του δικαστηρίου που τον καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών κατέληγε ως εξής: «… για την επί εικοσιπενταετία δράση του με γραπτούς λόγους και κηρύγματα μίσους εναντίον των Εβραίων ήταν γνωστός ως ο υπ’ αρ. 1 διώκτης τους. Με τα άρθρα και τους λόγους του κάθε βδομάδα, κάθε μήνα μόλυνε τη γερμανική σκέψη με τον ιό του αντισημιτισμού και προέτρεπε τον γερμανικό λαό να αναλάβει ενεργό ρόλο σε διώξεις…».
Ανάλογη περίπτωση είναι ο εξ Αθηνών Μιχάλης Παπαστρατηγάκης που ανέλαβε επί Κατοχής τη διεύθυνση της φιλοναζιστικής-αντισημιτικής εφημερίδας «Νέα Ευρώπη» στη Θεσσαλονίκη και με τη φυγή των Γερμανών διέφυγε κι αυτός στη Βιέννη ακολουθώντας την ομάδα Τσιρονίκου η οποία και συγκρότησε εκεί φιλοναζιστική, εξόριστη κυβέρνηση, εντός της οποίας φιγουράριζε και ο διάσημος Ξενοφών Γιοσμάς ως… υπουργός Τύπου. Ο Παπαστρατηγάκης συνελήφθη αργότερα, δικάστηκε στην Ελλάδα και φυλακίστηκε ως δωσίλογος.
Στη Γαλλία διασημότερη περίπτωση είναι εκείνη του ιδιότυπου εθνικοσοσιαλιστή Ρομπέρ Μπραζιγιάκ που ευαγγελιζόταν μια σταθερή και μελλοντική συνεργασία Γερμανίας – Γαλλίας. Ο Μπραζιγιάκ, σημαντικός, προικισμένος νεαρός συγγραφέας διηύθυνε τη φιλοναζιστική εφημερίδα «Je suis partout» («Είμαι παντού») κι έγραφε διαρκώς πύρινα άρθρα κατά των Εβραίων και φονικά κείμενα κατά της γαλλικής αντίστασης.
Με την απελευθέρωση της Γαλλίας και την έλευση του Ντε Γκολ, ο Μπραζιγιάκ αναζητήθηκε απ’ τις Αρχές, τελικά παραδόθηκε, δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε τον Φεβρουάριο του 1945 –παρά το ότι αρκετοί γάλλοι συγγραφείς, αριστεροί και δεξιοί υπέγραψαν ένα κείμενο, με τίτλο «Το δικαίωμα του συγγραφέα στο λάθος», ζητώντας να μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια. Ο Ντε Γκολ επέμεινε στην εσχάτη των ποινών και διότι ο Μπραζιγιάκ με κείμενο στην εφημερίδα του, προς το τέλος της Κατοχής, ζητούσε την εκτέλεση ενός φίλου του Ντε Γκολ, τον οποίο τελικά οι Γερμανοί τουφέκισαν.
Υπάρχει και η ανεστραμμένη βία που προκαλούν οι λέξεις. Θεαματική περίπτωση εκείνη του κατοπινού νομπελίστα, συγγραφέα και δημοσιογράφου Αντρέ Ζιντ. Ο Ζιντ στις αρχές της δεκαετίας του ’30 είχε δημόσια και πολλαπλώς εκδηλωθεί υπέρ του κομμουνισμού και της ΕΣΣΔ. Το ’36, με τη μεσολάβηση του Ηλία Ερενμπουργκ, πράκτορα των Σοβιετικών, καλούν τον Ζιντ επίσημα στη Σοβιετία. Αυτός επιστρέφοντας, εντελώς απογοητευμένος απ’ αυτά που είδε, σοκαρισμένος, γράφει ένα βιβλίο, το «Η επιστροφή απ’ την ΕΣΣΔ» όπου καταγγέλλει την ανελευθερία των Σοβιετικών, τις ατελείωτες ουρές στα μαγαζιά, τα κακά προϊόντα, τη γραφειοκρατία, τη λογοκρισία, τα γκουλάγκ και την τρομοκρατία –σε λίγο ξεκινούσαν και οι δίκες της Μόσχας, οι εκτελέσεις δεκάδων συγγραφέων, στρατηγών, διανοουμένων και πρωτεργατών της επανάστασης του ’17. Ο Ζιντ, ο οποίος μέχρι τότε ήταν ένα είδος βασιλιά στο (αριστερό) Παρίσι, με την έκδοση του βιβλίου του για την ΕΣΣΔ εγκαταλείπεται σχεδόν από όλους, δεν τον επισκέπτεται ουδείς, δεν τον χαιρετούν στον δρόμο, του επιτίθενται ανηλεώς από φιλοκομμουνιστικές εφημερίδες. Τον απομονώνουν –κατά τη γνωστή τακτική. Του κόβουν κάθε γέφυρα κι επαφή, τον κατηγορούν για προκατάληψη και κακές επιρροές. Πασκίζουν να τον εξοντώσουν ηθικά, να τον μετατρέψoυν σε non-personne. Κι όλα αυτά εξαιτίας των λέξεων του βιβλίου του. Ιδού η ανάστροφη βία –μια από τις πολλές λεκτικές που υπάρχουν.
Και γιατί όλα αυτά; Ο Φουκό γράφει κάπου πως «κάθε λόγος είναι αξίωση εξουσίας». Γι’ αυτό. Πίσω από κάθε λόγο κρύβεται, ή ευθέως δηλούται, η αξίωση μιας άλλης εξουσίας. Οπότε οι έτερες εξουσίες αντιδρούν, συχνά ΚΑΙ με τη βία, λεκτική ή άλλη.
Μην ξεχνούμε και την καταδίκη και διαπόμπευση του ποιητή Εζρα Πάουντ που εκδηλώθηκε λεκτικά και προπαγανδιστικά υπέρ του φασισμού, το τι τράβηξαν οι σοβιετικές ποιήτριες Αννα Αχμάτοβα, Μαρίνα Τσβετάγεβα και πόσοι ρώσοι συγγραφείς εκτελέστηκαν απ’ τον σταλινισμό –ή το «Λάθος» του Μίλαν Κούντερα, όπου κάποιος την πλήρωσε άγρια για μια μόνο λέξη.
«Πάρε τη λέξη μου. Δώσε μου το χέρι σου», γράφει ο τρυφερός Εμπειρίκος. Συχνά, όμως, δεν δίνεται ένα χέρι, αλλά μαχαίρι. Εξαρτάται απ’ τη λέξη. Κι απ’ το μυαλό που κινεί το χέρι. Κι απ’ τη συγκυρία, που διαρκώς μεταβάλλεται.
Η λεκτική βία υπάρχει και μπορεί να γίνει δολοφονική. Ο ιδιοφυής κανίβαλος Χάνιμπαλ Λέκτερ, στη «Σιωπή των Αμνών», λέγοντας μερικές φράσεις στον κρατούμενο του διπλανού κελιού τον οδηγεί στο να αυτοκτονήσει καταπίνοντας την ίδια του τη γλώσσα.