Μια από τις ομοιότητες της δημόσιας ζωής μας με εκείνη των ΗΠΑ είναι η συνύπαρξη της πολιτικής ορθότητας –την οποία υιοθέτησε όλο το φάσμα της αριστεράς, του κέντρου, ακόμα και της εκσυγχρονιστικής κεντροδεξιάς –με τις πιο ακραίες εθνικιστικές και φυλετικές προκαταλήψεις της δεξιάς και του “λαού”. Η πολιτική ορθότητα δεν είναι, φυσικά, καινούργιο φαινόμενο: στον 20ό αιώνα, «πολιτικά ορθές» θεωρούνταν, στους κύκλους της αριστεράς, οι σταλινικές θέσεις, οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών –τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν τις «σωστές», «συνεπείς» θέσεις, ενώ οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες ήταν αναθεωρητές και μεταρρυθμιστές, ξεπουλημένοι στον καπιταλισμό. Στη συνέχεια, ο όρος απέκτησε ειρωνική συνήχηση περιγράφοντας το πώς οι κομμουνιστές υπερασπίζονταν τη γραμμή του Κόμματος ανεξάρτητα από το ηθικό της περιεχόμενο· και στις δεκαετίες 1980 1990 ταυτίστηκε με το δογματικό κίνημα των γλωσσικών και νομικών ρυθμίσεων που αναπτύχθηκε στα αμερικανικά πανεπιστήμια και εξήχθη με άκρως αυταρχικό τρόπο στην Ευρώπη.
Οι ρυθμίσεις που πρότεινε και επέβαλε το κίνημα της πολιτικής ορθότητας είχαν στόχο την υπεράσπιση ατόμων και ομάδων που, ακόμα και σε συνθήκες φιλελεύθερης δημοκρατίας, θεωρούνταν αδικημένοι. Υπήρχαν εξαρχής δύο θεωρητικά προβλήματα: πρώτον το ότι ως «αδικημένοι» περιγράφονταν κοινωνικές ομάδες –γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, παχύσαρκοι, ανάπηροι –που χαρακτηρίζονταν βάσει ενός γνωρίσματος (φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής ακεραιότητας: εκτός αν διέθεταν δύο ή περισσότερα “μειονοτικά” γνωρίσματα) και δεύτερον ότι το άθροισμα αυτών των ομάδων συγκροτούσαν την πλειονότητα της κοινωνίας. Τουτέστιν, εκτός ρύθμισης έμεναν μόνο οι λευκοί άνδρες της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Το κίνημα της πολιτικής ορθότητας δεν περιοριζόταν στη διαπαιδαγώγηση του κοινού και στη διαμόρφωση συμπεριφοράς «σωστού» πολίτη, αλλά πίεζε προκειμένου να αντικαταστήσει με ενεργά καλά αισθήματα την αδιάφορη ανεκτικότητα στην οποία βασίζεται η κοινωνική συνοχή. Τα αποτελέσματα, που φάνηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1990, ήταν η επιστροφή του πουριτανισμού (ο οποίος είχε υποχωρήσει για καμιά εικοσαριά χρόνια), μαζί με τη θεαματική ανάδυση και παρουσία των παραδοσιακών underdogs, πραγματικών και φαντασιακών. H πολιτική ορθότητα δεν λαμβάνει υπόψη την ιστορική εξέλιξη: θεωρώντας underdogs τους μαύρους, τις γυναίκες, τους μουσουλμάνους, τους gays, προτείνει εξέγερση· η δε «υπερ-παρουσία» (π.χ. ο μουσουλμάνος δήμαρχος του Λονδίνου, ο διεμφυλικός νικητής στη Eurovision κ.τ.λ.) εξυμνείται ως νίκη του κινήματος αρκεί να μην αφορά λευκούς άνδρες (π.χ. η αναπηρία του κ. Σόιμπλε είναι αδιάφορη εφόσον ο γερμανός πολιτικός κατέχει πολιτική ισχύ).
Η πολιτική ορθότητα έφτασε στις ακτές μας και εντάχθηκε σε όλες τις πολιτικές πεποιθήσεις. Μόνον η παραδοσιακή δεξιά ανθίσταται καθώς προσκολλάται σε εξίσου ακραίες προκαταλήψεις και ελληνορθόδοξους αναχρονισμούς. Η επέκταση της πολιτικής ορθότητας δεν βοηθά στην άρση αυτών των προκαταλήψεων και αναχρονισμών: ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα φαίνεται πως τροφοδοτεί τον απαίδευτο πολίτη ο οποίος αποτροπιάζεται μπροστά στην κοινωνική ενσωμάτωση και αποδοχή όλων των ανθρώπων στην καπιταλιστική κοινωνία ανεξαρτήτως χρώματος, φύλου, σεξουαλικού πρσανατολισμού. Στην Ελλάδα, αυτός ο πολίτης έχει ανάμεικτα συναισθήματα και για την ίδια την καπιταλιστική κοινωνία: τα πρότυπά του είναι προκαταπιταλιστικά.
Η αριστερά, χάνοντας το προλεταριάτο, κάλυψε το κενό με τους μετανάστες και άλλα πραγματικά ή φαντασιακά θύματα της καπιταλιστικής τάξης. Ο πολιτικός λόγος, ο γενικά δημόσιος λόγος και η τέχνη κατέστησαν αυτές τις ομάδες “pets” –χαϊδεμένα κατοικίδια που έχουν ανάγκη από στοργή –και ανέδειξαν την επιλεγόμενη «διαφορετικότητα» σε προσόν το οποίο προασπίζουν μηχανισμοί αστυνόμευσης της σκέψης και εμμονικής δικομανίας. Το πρόβλημα είναι, μεταξύ άλλων, όπως ήδη υπονόησα, ότι έτσι επιδεινώνεται η άσκεπτη και πρωτόγονη συμπεριφορά της άλλης πλευράς, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς στα δεξιά MME και στις οχλοκρατικές εκδηλώσεις τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα.
Ο εξευγενισμός του πνεύματος και των κοινωνικών τρόπων δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται με τη θέσπιση νόμων και κανονισμών, ούτε με τον πολλαπλασιασμό ΜΚΟ που τρέχουν πάνω-κάτω με δάκρυα στα μάτια. Ούτε με περιορισμούς στον κώδικα της ομιλίας και της γραφής που δήθεν εξασφαλίζουν “safe spaces”, αποκαθαρμένους χώρους: καθώς η πολιτική ορθότητα προχωρεί σε πεδία αναγκαστικού καθωσπρεπισμού, η ευπρεπής και η απρεπής συμπεριφορά –την ευθύνη της οποίας έχει ο καθένας από μας –γίνονται υλικό νομικού και ηθικού στιγματισμού.
Στη χώρα μας, που στερείται παράδοσης αστικής ευγένειας και όπου αυτή η ευγένεια καταγγέλλεται ως υποκρισία, η υπερπρόθυμη υιοθέτηση της πολιτικής ορθότητας μοιάζει παράδοξη και κακόφωνη: πολλά αριστερά στελέχη, με τσιγκελωτά ή άλλου σχήματος μουστάκια και με το κομπολόι στο χέρι, παριστάνουν τους πολύ προχωρημένους πολιτικά ορθούς και εφαρμόζουν την πολιτική ορθότητα όπως εφάρμοζαν παλιότερα την κομματική γραμμή: ως by default ιδεολογία.
Ποια είναι τα φιλοσοφικά, ας πούμε, προβλήματα: πρώτον, η πολιτική ορθότητα κατευθύνεται εναντίον προθέσεων, όχι πράξεων. Ενώ η άκρα δεξιά, οι εθνικιστές, οι θρησκομανείς και οι αναρχοφασίστες (οι οποίοι, είναι, παρεμπιπτόντως, “politically correct”) ασκούν σωματική βία στους εχθρούς τους, η αριστερή και κεντρώα πολιτική ορθότητα ασκεί ψυχική και νομική πίεση. Συχνά, στόχος της είναι αυτό που αποκαλεί «φοβίες»: ισλαμοφοβία, ομοφοβία, ξενοφοβία, τρανσοφοβία, χοντροφοβία –τα άτομα κατηγορούνται για τις ανησυχίες τους οι οποίες πρέπει να κατασταλούν προκειμένου να θριαμβεύσει η ανοιχτή κοινωνία. Δεύτερον, σύμφωνα με την πολιτική ορθότητα, ο κόσμος ερμηνεύεται μέσω τριών εννοιών και μόνον: τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τον φασισμό –μια υπεραπλούστευση που χρονολογείται από την εποχή της μαρξιστικής κυριαρχίας στη σκέψη· από την εποχή του cultural marxism. Οσο για τους πολιτικά ορθούς διανοουμένους απομονώνονται σε ένα διανοητικό campus, περίκλειστο και αυτάρεσκο: ενώ στον ευρύτερο κόσμο επιμένει ο φασιστοειδής εθνικισμός, σ’ αυτό το campus εκτυλίσσεται διάλογος γύρω από την καλοήθεια, ακόμα και την αναγκαιότητα, της αντιρατσιστικής, αντισεξιστικής και αντιφασιστικής βίας. Η αντίφαση είναι προφανής: αν και το αίτημα φαίνεται η πλουραλιστική κοινωνία, απαιτείται σκέψη ομοιόμορφη και ενιαία· όποιος αποκλίνει χαρακτηρίζεται εξτρεμιστής, φοβικός και φασίστας.