Το Μακεδονικό (Σκοπιανό) ζήτημα δεν θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί την περίοδο 1991-1992 με τον τρόπο που δημιουργήθηκε (κυρίως με ιδιαίτερα μαξιμαλιστικούς όρους). Ούτε θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί από την Ελλάδα σημαντικές πρωτοβουλίες για την επίλυση του ζητήματος με πρώτη και καλύτερη αυτή του πακέτου Πινέιρο (1992) η οποία ουσιαστικά προσέφερε αυτά που διεκδικούμε σήμερα.

Στερνή μου γνώση. Ως αποτέλεσμα η Ελλάδα δαπάνησε για σχεδόν τρεις δεκαετίες πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, επιδιώκοντας άλλοτε εντελώς ανεδαφικές λύσεις και άλλοτε, κυρίως από το 2001 και μετά, ισορροπημένους και ορθολογικούς συμβιβασμούς που θα μπορούσαν να γίνουν πολιτικά αποδεκτοί και να αντέξουν στον χρόνο.

Αυτή τη στιγμή γίνεται λόγος για επικείμενη λύση. Λύση που πρέπει να υπάρξει για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα για να κλείσει μια χαίνουσα πληγή που κοστίζει στη χώρα σε όρους διπλωματικούς, οικονομικούς, πολιτικούς, αξιοπιστίας. Δεύτερον, για να ομαλοποιηθούν πλήρως οι σχέσεις με τη γειτονική χώρα (ΠΓΔΜ) και να ανοίξει ο δρόμος για την ενσωμάτωσή της τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και τελικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).

Πρόκειται για αναγκαία εξέλιξη προκειμένου να ακυρωθούν οι οξύτατοι ανταγωνισμοί στην περιοχή των Βαλκανίων ανάμεσα σε δυνάμεις όπως Ρωσία, Κίνα, Τουρκία για την επέκταση της επιρροής τους. Η Ελλάδα έχει πολλαπλώς να ωφεληθεί από την ένταξη των Δ. Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, κυρίως την ΕΕ. Γι’ αυτό και θα πρέπει να καταστεί η χώρα-οδηγός για τη διεύρυνση αγνοώντας τις προτροπές του Παρισιού, το οποίο εμφανώς δεν επιθυμεί την ένταξη νέων χωρών στο ορατό μέλλον.

Αλλά μια λύση πολιτικά αποδεκτή θα πρέπει να ανταποκρίνεται σ’ ορισμένες κεντρικές προϋποθέσεις που μεταξύ άλλων να την καθιστούν στέρεη και βιώσιμη στον χρόνο. Το ζήτημα ΠΓΔΜ αν κλείσει θα πρέπει να κλείσει οριστικά και τελεσίδικα τώρα. Οχι άλλες εκκρεμότητες για το μέλλον που μπορεί να ανοίξουν νέες πληγές. Στη βάση αυτή λοιπόν μια λύση θα πρέπει πρώτον, να είναι συνολική λύση-πακέτο με την έννοια ότι καλύπτει όλες τις πτυχές που έχουν προκαλέσει ή προκαλούν τριβές, αμφισβητήσεις, συγκρούσεις.

Δεύτερον, η σύνθετη ονομασία της χώρας θα πρέπει να κάνει την αναγκαία διάκριση είτε με χρονικό (Nova Macedonia) είτε με γεωγραφικό προσδιορισμό (Upper Macedonia ή κάτι παρεμφερές) αλλά να είναι και εύκολη στη χρησιμοποίησή της από τη διεθνή κοινότητα. Γιατί εάν είναι μια ονομασία δυσκόλως προφερόμενη στην αγγλική ή γαλλική γλώσσα, τότε αναποφεύκτως θα επικρατήσει το σκέτο-νέτο Μακεδονία και ως εκ τούτου προσπάθειες δεκαετιών θα έχουν ακυρωθεί στην πράξη. Τρίτον, η λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει νομικές ρυθμίσεις για την ακύρωση πραγματικού ή υποτιθέμενου αλυτρωτισμού ή ιστορικών παρεξηγήσεων. Και βεβαίως μια τέτοια συμφωνία οφείλει να λάβει τον χαρακτήρα διεθνούς Συνθήκης που δεν θα κατατεθεί απλώς στη Γραμματεία του ΟΗΕ αλλά «θα υποστηριχθεί» (be endorsed) από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Και που θα οδηγεί σε τροποποίηση/ προσαρμογή του Συντάγματος της γειτονικής χώρας.

Μια τέτοια λύση-πακέτο, που θα κλείνει οριστικά το επίμαχο ζήτημα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί από την Ελληνική Βουλή.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.