Στο ταμπλό των υπερτίτλων ανάβει η επιγραφή: «Και είπε ο Κύριος: “Ιδού, παραδίδω αυτή την πόλη στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας, κι αυτός θα την κατακαύσει”». Χωρίο από το βιβλίο του Προφήτη Ιερεμία (34,2). Μόλις σβήνει, η ορχήστρα παίζει μια γρήγορη μελωδία, τη στιγμή που δεκάδες ηθοποιοί βγαίνουν στη σκηνή από τα γκρίζα τούνελ, τα οποία έχουν γεμίσει τις καμάρες του Ηρωδείου. Οι άνδρες έχουν περασμένη στον λαιμό τους την εβραϊκή σούντρα (μαντίλι με μπλε ρίγες), ενώ οι γυναίκες φέρουν στο πέτο ένα λευκό λουλούδι. Ολοι τους αναστατωμένοι περιφέρονται διαρκώς, περνώντας κάτω από τις προβολές φωτιών που καίνε ανάμεσα στις πέτρες του αρχαίου θεάτρου. Εκεί, στον οπερατικό ναό του Σολόμωντα, στέκονται τελικά για να προσευχηθούν, ανάβοντας φαναράκια και ζητώντας από τον Θεό τους να τους προστατεύσει από την επικείμενη επίθεση του βαβυλώνιου βασιλιά Ναβουχοδονόσορα (Ναμπούκο).
Από τις πρώτες σκηνές, η όπερα «Ναμπούκο» το βράδυ της περασμένης Παρασκευής (με προγραμματισμένη επανάληψή της χθες) έδωσε τις αποχρώσεις του πολιτικού βάθρου πάνω στο οποίο χτίστηκε η παράσταση. Το έργο του Τζουζέπε Βέρντι στη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών με γεμάτο το Ηρώδειο. Το κοινό καταχειροκρότησε τον επιβλητικό Δημήτρη Πλατανιά στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς ακροβατούσε ανάμεσα στην αλαζονεία του ηγέτη και στην ταπείνωση της προδοσίας, ακόμη κι αν υπήρχαν οι επιμέρους ενστάσεις για τη σκηνοθετική προσέγγιση. Η λύτρωση του ήρωα, πάντως, που ήρθε με τη δήλωση πίστης στον θεό των Εβραίων έδωσε happy end στην ιστορία, όπως είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης Λέο Μουσκάτο στο «Νσυν» την περασμένη εβδομάδα. Ευχάριστη έκπληξη ήταν η παρουσία της μικροκαμωμένης κορεάτισσας σοπράνο Σάε Κιουνγκ Ριμ, η οποία στο ντεμπούτο της ως Αμπιγκαΐλε και στην πρώτη της παρουσία ενώπιον του ελληνικού κοινού ανταποκρίθηκε ερμηνευτικά με επιτυχία στις απαιτήσεις του ρόλου.
ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Αν και ο Βέρντι τοποθετεί την όπερα στο 587 π.Χ., η επιλογή του ιταλού σκηνοθέτη να μεταφέρει την ιστορία στα μέσα του 20ού αιώνα την έκανε σαφώς πιο ελκυστική, χωρίς πάντως να «βαραίνει» προς μια συγκεκριμένη ανάγνωση. Κι αυτό επειδή πρόσφερε το κατάλληλο υπόστρωμα για αντιπαραβολές με το Ολοκαύτωμα, αλλά μέχρι το σημείο που δεν κατέληγε διδακτικό (όπως κι αν έχει, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, οι εντυπώσεις των θεατών ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα αναπόφευκτα μοιράζονται). Οι Βαβυλώνιοι του αρχαίου παρελθόντος μετατράπηκαν σε βίαιους δυνάστες που έφεραν κοινά στοιχεία με τους Ναζί. Και η τραγωδία των Εβραίων που εκδιώχθηκαν απ’ τον Ναμπούκο και υποδουλώθηκαν ξύπναγε αναμνήσεις από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία των συγκεκριμένων αντιπαραβολών έπαιξαν τα επιμελημένα κοστούμια της Σίλβια Αϊμονίνο που εμπνεόταν από τις στολές των Ες Ες και αντιστικτικά από εκείνες των εβραίων αιχμαλώτων. Μπροστά στο θέαμα επί σκηνής, η μουσική δεν υποχώρησε καθόλου, καθώς η διεύθυνση του αρχιμουσικού Φιλίπ Ογκέν ανέδειξε όλα εκείνα τα σημεία που κάνουν τη σύνθεση του Βέρντι μία από τις σημαντικότερες του έργου του.