O Ζιλιέν Γκοσλέν είναι νέος γάλλος σκηνοθέτης, απενοχοποιημένος στη σχέση του με τους κλασικούς δραματουργούς. Θεωρείται μάλιστα μία από τις εξαιρετικές παρουσίες στο φημισμένο θεατρικό φεστιβάλ της Αβινιόν. Εκεί όπου τα τελευταία χρόνια οι παραστάσεις του αναμετρώνται με το απαιτητικό και έμπειρο κοινό των επαγγελματιών και φανατικών φίλων του σύγχρονου θεάτρου. Τόσο του εγχώριου γαλλικού ρεπερτορίου όσο και των διεθνών παραγωγών που παρουσιάζονται στη μεσαιωνική κωμόπολη της Προβηγκίας. «Οποιαδήποτε προσέγγιση ενός έργου που ανήκει στη θεατρική κληρονομιά με εξουθενώνει. Επιθυμώ ένα θέατρο που επιχειρεί άμεση αναγωγή στο σήμερα» ήταν η σαφής τοποθέτησή του όταν ανέβασε στη θεατρική τους μορφή σύγχρονα λογοτεχνικά έργα.
Ο 31χρονος σκηνοθέτης το 2016 είχε φέρει στο Φεστιβάλ Αθηνών το «2666», παράσταση που βασιζόταν στο εμβληματικό πλέον βιβλίο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ενώ τον περυσινό Ιούνιο το μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ «Τα στοιχειώδη σωματίδια». Κατά την τηλεφωνική μας συνομιλία ακούγεται χαρούμενος που το ραντεβού του με το κοινό του στην Αθήνα συνεχίζεται και φέτος –με ένα έργο βασισμένο σε σύγχρονο κείμενο, ζωντανή μουσική, φωτισμούς και βιντεο-προβολές. Στη σύνθεση των καλλιτεχνικών πρακτικών, δηλαδή, που ο Ζιλιέν Γκοσλέν χρησιμοποιεί στη σκηνοθετική του άποψη.
ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ. Το «1993» είναι ένα φρέσκο κείμενο του Ορελιέν Μπελανζέ. «Αυτή τη φορά δεν δούλεψα πάνω σε λογοτεχνικό έργο. Πρόκειται για ένα πολιτικό δοκίμιο αφιερωμένο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα έτσι όπως ξεκίνησε από τα οράματα των μεγάλων επιτευγμάτων για να βιώσουμε σήμερα τις διαψεύσεις τους». Η αφετηρία του «1993» είναι τα δύο διασυνοριακά τούνελ που σφράγισαν, με την εμφάνισή τους, το τέλος της χιλιετίας. Το πρώτο, στα γαλλοελβετικά σύνορα, από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικών Ερευνών (CERN), είναι έδρα ενός τεράστιου επιταχυντή σωματιδίων. Το άλλο, κάτω από τη Μάγχη, γεφυρώνει τον θαλάσσιο βραχίονα που χωρίζει την Ευρώπη στα δύο, δημιουργώντας μια συμβολική ήπειρο. Μολονότι τα δύο αυτά τούνελ αρχικά συνδέθηκαν με μια αφήγηση «επιτεύγματος», σήμερα έχουν ταυτιστεί με αδιέξοδα προβλήματα συνεργασίας. Τελευταίο επεισόδιο είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών στο Καλέ. «Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου βρίσκομαι εκεί όπου γεννήθηκα. Δηλαδή στην περιοχή του Καλέ, που σήμερα ο περισσότερος κόσμος το γνωρίζει ακούγοντας να μιλούν για τη “Ζούγκλα”. Μπορεί κι εσείς στην Ελλάδα να βιώνετε μία αντίστοιχη πραγματικότητα με τις ομάδες των προσφύγων. Ομως το να βλέπω το μέρος όπου μεγάλωσα να αλλάζει, καθώς οι δρόμοι του γεμίζουν με τη θλίψη νέων ανθρώπων που έχουν φτάσει εδώ από το Σουδάν, την Ερυθραία, τη Σομαλία και τη Συρία και προσμένουν τη στιγμή που θα διασχίσουν τη Μάγχη αναζητώντας στη Μεγάλη Βρετανία μια νέα ζωή, με έκανε να μιλήσω για αυτό που όλοι δυσκολευόμαστε να συζητήσουμε».
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΛΕ. Για τον Γκοσλέν δεν υπήρχε θέατρο, όταν ήταν παιδί, στο Ουά Πλαζ στο Πα ντε Καλέ. Υπήρχε μια μητέρα δασκάλα, ένας πατέρας εκπαιδευτικός, ένας αδελφός και οι όμορφες παιδικές αναμνήσεις του από τη Βόρεια Θάλασσα. Στη συνέχεια, στην εφηβεία του ανακάλυψε τις θεατρικές παραστάσεις στο Καλέ. Η επιθυμία του να ακολουθήσει θεατρικές σπουδές τον έφερε στην Λιλ, στη σχολή του Θεάτρου του Βορρά με διευθυντή τον σκηνοθέτη Στούαρτ Σαΐντ. «Βλέπω το Καλέ ως πόλη της νεωτερικότητας. Τη δεκαετία του 1980 είχε τον χαρακτήρα ενός εμπορικού κόμβου. Σήμερα το συγκρίνω με τη “Ζούγκλα” και τον τρόπο που παραμένει ίσως η πιο μοντέρνα και θλιμμένη πόλη εξαιτίας αυτής της αρχιτεκτονικής των προσφυγικών κέντρων. Για εμένα το σώμα του πληθυσμού των προσφύγων αποτελεί την οπτική απόδειξη αυτής της νεωτερικής, κατεστραμμένης αστικότητας. Είχα ανάγκη να μιλήσω για αυτό που βιώνουμε αναζητώντας τις απαρχές του προβλήματος μέσα στην καταγωγή της ευρωπαϊκής ηπείρου, στην ειρηνιστική της εκκίνηση, στο φιλελεύθερο πνεύμα της, στη φαινομενικά ενωμένη δομή του οικονομικού της μοντέλου. Φαίνεται όμως ότι και οι δύο αυτές εδαφικές διεισδύσεις, του ευρω-τούνελ της Μάγχης και του σταθμού CERN, αντί να ομαλοποιήσουν, απορρύθμισαν τις ροές ανθρώπων και εμπορευμάτων, κλονίζοντας ίσως ριζικά τον μύθο της ενωμένης Ευρώπης».
ΣΙΝΕΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. Το σκηνοθετικό ύφος του Γκοσλέν είναι πλέον ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο. Οπως εξηγεί ο ίδιος, χρησιμοποιεί «έναν στρατό από διαφορετικά καλλιτεχνικά πεδία προκειμένου να δημιουργήσει ένα θέαμα με δυνατή αισθητική. «Στο πρώτο μέρος της παράστασης η παράλληλη προβολή δύο φιλμ από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα του 1993 και του σήμερα σκορπίζουν μια νοσταλγία και ακινητοποιούν τον θεατή μέσα σε μια κατάσταση μελαγχολικής απώλειας. Χρησιμοποιώ εσκεμμένα στην αρχή το σινεμά μέσα στο θέατρο επειδή το κοινό είναι εξοικειωμένο με την εικόνα και χαλαρώνει. Στο δεύτερο μέρος (σ.σ.: το «Eurodance», όπου σπουδαστές του προγράμματος Erasmus συναντιούνται σε ένα πάρτι) ανεβαίνουν στη σκηνή οι ηθοποιοί και είναι η δική τους σειρά για να τους συγκινήσουν».