«Η “παλαιά ιστορία” παρήλθεν, αλλ’ αι “συνέπειαι” παρέμειναν!» ανακράζει απελπισμένος ο Πασχάλης, ο νευροπαθής ρομαντικός ήρωας, ενώ σύντομα θα αποδειχτεί ότι πλανάται και για την ίδια την ιστορία, πόσω μάλλον για τις συνέπειές της. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», το ένα από τα έξι αριστουργηματικά διηγήματα του Γεώργιου Βιζυηνού, μας υπενθυμίζουν τις θανάσιμες παγίδες που στήνει το μέλλον σε όσους άφρονες προσπαθούν να το χειραγωγήσουν (ο Θεός γελάει, όπως λέμε, όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια). Καθώς σήμερα χτυπούν πάλι τα τύμπανα του μαξιμαλισμού στις πολυπληθείς συγκεντρώσεις και από τις δύο πλευρές των συνόρων και ταυτοχρόνως το Μακεδονικό αφήνεται να βαλτώσει (προσωρινά άραγε ή ουδέν μονιμότερον του προσωρινού;) από ηγεσίες αδύναμες ή απρόθυμες να αναλάβουν το βαρύ πολιτικό κόστος, το νέο βιβλίο του ελληνοκύπριου ιστορικού και διπλωμάτη Γιώργου Γεωργή «Σεφέρης – Αβέρωφ: Η ρήξη» (Καστανιώτης, 2018) επικεντρώνει στην άγνωστη πτυχή μιας άλλης «παλαιάς ιστορίας» και στις ολέθριες «συνεπείας» της. Στην κυπριακή τραγωδία.
Εδώ γνωρίζουμε το πικρό τέλος: η πολυαίμακτη εισβολή της Τουρκίας το 1974, η κατοχή και η de facto διχοτόμηση της Κύπρου. Η μελέτη του Γεωργή μάς γυρίζει πίσω στην περίοδο 1957-1959, όταν όλα τα ενδεχόμενα είναι ακόμη πιθανά και όλοι οι πρωταγωνιστές από την ελληνική πλευρά, στο μέτρο των πνευματικών και των ψυχικών τους δυνάμεων, της αντοχής τους κάτω από την υπέρμετρη διεθνή πίεση, επιχειρούν να εικάσουν «το μη χείρον βέλτιστον». Από τη στιγμή που η ιδανική λύση –η Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα -, σύμφωνη με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών αλλά αντίρροπη προς τη θέληση τόσο της Βρετανίας όσο και της Τουρκίας, δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στις λύσεις που πέφτουν στο τραπέζι, οι πρωταγωνιστές πρέπει να προβλέψουν ποια από τις υπόλοιπες λύσεις εξασφαλίζει το «μη χείρον» και ποια το απομακρύνει ή το αχρηστεύει ολοσχερώς. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές θα επιβιώσουν της τουρκικής εισβολής και θα έχουν την πολυτέλεια να δημοσιεύσουν απομνημονεύματα κατά τη δεκαετία του 1980 –την «Ιστορία χαμένων ευκαιριών» (Εστία, 1982) ο Ευάγγελος Αβέρωφ, το «Μια φορά κι έναν καιρό ένας διπλωμάτης…» (Εστία, 1986) και τα «Δέκα χρόνια Κυπριακού» (Εστία, 1989) ο Αγγελος Βλάχος κ.ο.κ. –όπου θα δικαιώνουν ως επιμηθείς όσα έπραξαν και όσα παρέλειψαν ή δεν τόλμησαν να πράξουν. Ο Γιώργος Σεφέρης, που θα παίξει τον άχαρο και αντιπαθητικό ρόλο της Κασσάνδρας (με την προφητική επιστολή του προς τον Αβέρωφ τον Δεκέμβριο του 1958), θα πεθάνει το 1971. «Ετσι», καταλήγει ο Γεωργής, «δεν είδε την τραγική επαλήθευση όσων είχε επισημάνει στον πολιτικό του προϊστάμενο».
Ο Γεωργής δεν περιορίζεται να αποδώσει μεταθανάτια δικαιοσύνη στη ρήξη του Σεφέρη με τον Αβέρωφ. Δίχως να αφήνει προκαταβολικά υπόνοιες για τον πατριωτισμό κανενός, εστιάζει στα παρασκήνια του δράματος και δεν παραβλέπει ούτε τις παράπλευρες παρενέργειες στην προσωπική ζωή των ηρώων του, από την κλονισμένη ψυχική υγεία του προξένου στην Κύπρο Αγγελου Βλάχου έως τη φουσκοθαλασσιά στη σχέση Τσάτσου – Σεφέρη (ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, πανίσχυρος τότε υπουργός Εσωτερικών, είχε παντρευτεί την αδελφή του ποιητή / διπλωμάτη). Δεν λείπουν και οι εύθυμες πινελιές, όποτε συγκρούεται η εξόφθαλμη πραγματικότητα με την προπαγάνδα για εσωτερική κατανάλωση. Καθώς επιστρέφει ο Καραμανλής στην Αθήνα, μετά τη συμβιβαστική συμφωνία του Λονδίνου, οι κολαούζοι του προσπαθούν να προκαταλάβουν την αντίδραση της κοινής γνώμης με γιγαντιαία πλακάτ στην οδό Φιλελλήνων: «ΚΑΛΩΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ ΝΙΚΗΤΗ». Ο ταξιτζής που μεταφέρει τη Μαρώ, τη σύζυγο του Σεφέρη, αναρωτιέται με αφέλεια: «Νικήτης; Ποιος είναι πάλι αυτός ο Νικήτης;».