Οποτεδήποτε άλλοτε, θα ήταν δείγμα πολιτικής ωριμότητας: μια κυβέρνηση και ο επικεφαλής της να καταρρέουν δημοσκοπικά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να μην έχουν ανεβεί στα κάγκελα ζητώντας εκλογές, να μην λέει κανένας ότι «είναι εμφανής η δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα» ή ότι «η κυβέρνηση έχει χάσει την δεδηλωμένη στην κοινωνία». Να μην επαναλαμβάνεται σχεδόν αταβιστικά αυτή η αντιπολιτευτική έξη που γεννήθηκε σχεδόν την ίδια στιγμή που ανακαλύφθηκαν οι δημοσκοπήσεις.
Αλλά δεν είναι μια στιγμή ωριμότητας αυτή που ζει το πολιτικό σύστημα. Περισσότερο από τη σχέση της αντιπολίτευσης με τις δημοσκοπήσεις, η αλλαγή αυτή σκιαγραφεί τη σχέση της κυβέρνησης με την εξουσία. Η κυβέρνηση δεν αγαπά τις δημοσκοπήσεις –ειδικά τις δημοσκοπήσεις των άλλων. Αλλά δείχνει αποφασισμένη να ζήσει με αυτές ακόμη και σε συνθήκες δημοσκοπικής συρρίκνωσης. Ακόμη κι αν το ατού της, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, θεωρείται πλέον λιγότερο κατάλληλος για τη θέση του όχι από έναν αλλά από δύο ή τρεις πολιτικούς αντιπάλους του.
Πώς εξηγείται αυτή η αντοχή; Η μία υπόθεση, της κλασικής θεωρίας, είναι ότι η κυβέρνηση αντέχει επειδή δεν πιέζεται από την αντιπολίτευση. Η άλλη ότι θα άντεχε ανεξάρτητα από την πίεση. Οτι η κυβέρνηση έχει εθιστεί στην εξουσία τόσο ώστε τής είναι αδύνατον να στερηθεί, πέρα από την αίσθηση της ισχύος, την επικούρεια πλευρά της εξουσίας. Από αυτήν την άποψη, η κυβέρνηση δεν θέλει απλώς να παρατείνει τον εκλογικό της κύκλο. Θέλει να ζήσει τέσσερα απολαυστικά χρόνια χωρίς να χάσει ούτε μία μέρα. Ο,τι κι αν λένε οι δημοσκοπήσεις, όσο και αν πιέζει η αντιπολίτευση.