Με αμηχανία και προβληματισμό διαβάζω τα αποτελέσματα της έρευνας. Και μου προκαλούν συνειρμούς που με πάνε άλλοτε στο παρελθόν και άλλοτε στο μέλλον. Μοιραία, όσο μελαγχολικές και αν είναι τέτοιες αναγωγές, σκέφτομαι τι θα απαντούσε η δική μου γενιά, αν μας γίνονταν, την εποχή που ήμαστε σε αντίστοιχες ηλικίες, τέτοιες ερωτήσεις. Και καταλήγω στο ότι δεν θα μας γίνονταν τέτοιες ερωτήσεις. Ισως μόνο αυτές που καταγράφουν την εμπιστοσύνη στους πολιτικούς. Τους οποίους, παρεμπιπτόντως, δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει ποτέ νέα γενιά που να δήλωνε ότι τους εμπιστεύεται. Πέραν τούτου, το δικό μας ζητούμενο ήταν η ελευθερία. Εκφρασης, διακίνησης ιδεών, επιλογών, ερωτικής ταυτότητας, συνθηκών ζωής. Και η διάθεση να πάμε τις κοινωνίες λίγο πιο μπροστά. Εμείς να τις πάμε, με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας. Οχι να προχωρήσουν από μόνες τους και εμείς να ακολουθούμε. Ποιον ένοιαζε τότε η σχέση των επιχειρήσεων με την κοινωνία; Κανέναν, νομίζω. Κακώς; Μπορεί. Καταφέραμε να κατακτήσουμε αυτές τις ελευθερίες; Κάποιοι, σε προσωπικό επίπεδο, ναι. Σε επίπεδο κοινωνίας, όχι. Οριακά την επίφασή τους. Τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Κατά τα άλλα, οι Millennials και οι εκπρόσωποι της Gen Z πέφτουν σε κάποιες αντιφάσεις. Στην πλειοψηφία τους είναι δυσοίωνοι για το μέλλον των κοινωνιών αλλά συγχρόνως είναι υψηλά τα ποσοστά αυτών που πιστεύουν ότι θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους. Και τελικά δεν κατάλαβα. Εμπιστεύονται ή όχι τις επιχειρήσεις; Αυτό που αναδύεται όμως έντονα είναι η ανησυχία τους για το μέλλον. Και αναρωτιέμαι, αφού δεν υπάρχουν σχετικές ερωτήσεις, αν αυτά τα παιδιά (που είναι τα δικά μας παιδιά) κάνουν τίποτα για να το συνδιαμορφώσουν. Ή, έστω, αν νομίζουν ότι κάνουν. Θα μου πείτε, εμείς που νομίζαμε ότι κάναμε καταφέραμε τίποτα; Οχι. Αλλά αυτή είναι η δύναμη της νιότης. Να νομίζει ότι μπορεί. Και αυτή η αίσθηση είναι δικαίωμα κάθε νέου. Αν μη τι άλλο, για να μεγαλώνει όμορφα.