Την ώρα που η κυβέρνηση εξαγγέλλει την αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα από τα 586 ευρώ που βρίσκεται σήμερα, γιγαντώνεται η γενιά των φτωχών εργαζομένων, με μισθό 327 ευρώ (καθαρά), δηλαδή χαμηλότερο ακόμη και από το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ. Η δεινή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας, όπου οι τέσσερις στους δέκα εργαζομένους αμείβονται με μισθό χαμηλότερο και από τον κατώτατο, δείχνει ότι οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, ακόμη και αν υλοποιηθούν, δεν είναι παρά υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.
Σύμφωνα με τατελευταία επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, από την επεξεργασία των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ) που υποβλήθηκαν τον Νοέμβριο του 2017, από το σύνολο των 2.004.206 ασφαλισμένων μισθωτών οι 629.687 εργάζονται με ευέλικτες μορφές εργασίας και καλούνται να… ζήσουν με μισθό μόλις 385,53 ευρώ μεικτά, που σημαίνει καθαρά περίπου 327 ευρώ, ποσό χαμηλότερο και από το επίδομα ανεργίας που φτάνει τα 360 ευρώ.
Εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια το όριο της φτώχειας θα βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα, διότι εκτός από τη μείωση των εισοδημάτων δημιουργείται σταδιακά μια νέα κατηγορία, οι λεγόμενοι εργαζόμενοι – φτωχοί, άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι θα εργάζονται με ευέλικτη μορφή απασχόλησης και οι αμοιβές τους θα κυμαίνονται από 200 έως 300 ευρώ τον μήνα, δηλαδή κάτω από 4.150 ευρώ ετησίως, που είναι το όριο της φτώχειας σήμερα.
Οπως παρατηρεί ο καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης, εκτός από την κατηγορία των φτωχών συνταξιούχων διευρύνεται και η κατηγορία των φτωχών εργαζομένων, η οποία αναφέρεται, κατά βάση, σε νέους εργαζομένους με κάθε μορφής ευέλικτη απασχόληση, με την έννοια ότι οι μηνιαίες αμοιβές τους δεν ξεπερνούν το όριο (382 ευρώ) της φτώχειας.
Οπως επισημαίνεται στη φετινή έκθεση τουΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, η εξάπλωση της μερικής απασχόλησης και η γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας έχουν καταδικάσει μεγάλο τμήμα του εργαζόμενου πληθυσμού να διαβιώνει σε συνθήκες φτώχειας. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ποσοστό φτώχειας σε εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου κυμαίνεται περίπου σε τριπλάσια επίπεδα σε σχέση με τους εργαζομένους με συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστά προφανές πως οι σταθερές και πλήρεις σχέσεις απασχόλησης εξασφαλίζουν σαφώς καλύτερη προστασία από τη φτωχοποίηση.
Τονίζεται ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα το 48% του πληθυσμού, δηλαδή 5,1 εκατομμύρια άτομα, ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, που είναι 382 ευρώ τον μήνα. Και από αυτό το 48% υπάρχουν 1,5 εκατομμύριο άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δηλαδή κάτω από 182 ευρώ τον μήνα. Μάλιστα, αναμένεται έκρηξη της φτώχειας από το 2019 με την εφαρμογή των μέτρων που έχει ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση και τη μείωση του αφορολογήτου. Με το μέτρο της μείωσης του αφορολογήτου από τα 8.700 ευρώ στα 5.700 ευρώ ένας εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα με μισθό 600 ευρώ τον μήνα θα κληθεί να πληρώσει φόρο 620 ευρώ. Με όσα ισχύουν σήμερα δεν θα πλήρωνε τίποτα. Το μέτρο αυτό έχει ψηφιστεί από τη Βουλή για να εφαρμοστεί το 2020. Με το συγκεκριμένο μέτρο 1 εκατομμύριο φορολογούμενοι θα πληρώσουν για πρώτη φορά φόρο, καθώς μέχρι σήμερα βρίσκονταν κάτω από το αφορολόγητο όριο.
Στο υπουργείο Εργασίας, παρά τις αντιδράσεις των θεσμών και των εργοδοτικών οργανώσεων, μελετούν τον τρόπο που κινήθηκε η Πορτογαλία στο θέμα του κατώτατου μισθού, καθώς η χώρα αυτή μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής έως σήμερα έχει ήδη προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις, με αποτέλεσμα από 530 ευρώ ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί σε 557 ευρώ το 2017 και να φθάσει τα 580 ευρώ το 2018, με στόχο να αγγίξει τα 600 ευρώ το 2019. Για τον κατώτατο μισθό ο ευρωπαίος αξιωματούχος εκτιμά ότι σε κάποια φάση θα γίνουν αυξήσεις, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πότε και πόσο. Να σημειωθεί ότι με την πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, σε μία νύχτα, το 2012, ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας μειώθηκε από 751 ευρώ σε 586 ή ακόμη και 511 ευρώ για τους νέους έως 25 ετών. Στη συνέχεια, ο τρόπος καθορισμού του πέρασε από τα χέρια των κοινωνικών εταίρων σε αυτά του εκάστοτε υπουργού Εργασίας