Θυμάμαι μια γελοιογραφία στο περιοδικό «New Yorker» την εποχή που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται στις ΗΠΑ η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Αποτελούνταν από δύο σκίτσα. Στο πρώτο, οι πελάτες ενός εστιατορίου συνέχιζαν να τρώνε ατάραχοι ενώ κάποιος ανάμεσά τους τους σημάδευε με όπλο. Στο δεύτερο, οι πελάτες ήταν πανικόβλητοι γιατί κάποιος κάπνιζε. Η λεζάντα έγραφε πως, τότε, θα έκανε μεγαλύτερη αίσθηση αν άναβες τσιγάρο σε έναν δημόσιο χώρο παρά αν τραβούσες πιστόλι. Ενα χαρακτηριστικό δείγμα της αποκαλούμενης αμερικανικής υπερβολής που μπορεί να παραγεμίσει με γερές δόσεις υστερίας απολύτως ορθολογικά και δέοντα, κατά τα άλλα, κινήματα, ήθη και νομοθετήματα.
Κάτι ανάλογο θεωρώ ότι έχει γίνει και με το #Metoo. Ενα κίνημα που πολύ σωστά αναπτύχθηκε ως αντίδραση στην εκμετάλλευση των γυναικών, κυρίως στον κόσμο του Χόλιγουντ, και στα κλειστά στόματα που τη συντηρούσαν και πολύ φοβάμαι ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, εξελίχθηκε σε εκδικητικό μένος εναντίον των «φαλλοκρατικών γουρουνιών». Οι τελετές, τα συμβολικά δρώμενα, οι μαυροφορεμένες σταρ – τιμωροί υφαίνουν σιγά σιγά ένα πέπλο καταγγελτικού δογματισμού που δεν αφήνει ούτε καν περιθώρια συνειδητής μετάνοιας.
Ετσι, διαβάζοντας αυτήν την πρόσφατη συνέντευξη του Γούντι Αλεν μελαγχόλησα. Ο άνθρωπος που μας καθόρισε κινηματογραφικά και μάθαμε να θαυμάζουμε από την εφηβεία μας, αυτός που αντιπροσώπευε την «άλλη» Αμερική, μου θύμισε εν προκειμένω τον δούλο από τη Σκυθία στον «Ορέστη» του Ευριπίδη που, ευτελιζόμενος, εκλιπαρεί για τη σωτηρία του. Ναι, δεν μου αρέσει που, απολογούμενος, αντί να κάνει την αυτοκριτική του για τα όποια ατοπήματά του, βγάζει από την τσέπη του το μέτρο που χρεώνει τις αμαρτίες με τον πόντο. Ή μάλλον με πενηντάδες γυναικών. Που επικαλείται λογιστικές αποδείξεις για να τεκμηριώσει μια εύθραυστη αθωότητα. Που θεωρεί ότι του αξίζει ο ρόλος του μοντέλου στην αφίσα, ενώ θα μπορούσε να είναι ο δημιουργός της. Ναι, περίμενα από τον Γούντι Αλεν μια πιο «ευρωπαϊκή» αντίδραση απέναντι στην αμερικανική υστερία.