Ξεκινάει για άλλη μια φορά το ραντεβού μας με την Εφορία μέσω των ετήσιων φορολογικών δηλώσεων. Η προθεσμία υποβολής φέτος λήγει στις 30 Ιουνίου. Τι είναι, όμως, από νομική άποψη η φορολογική δήλωση; Πόσο μας δεσμεύει και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να τροποποιηθεί; Τι γίνεται σε περίπτωση που ο φορολογούμενος διατηρεί επιφυλάξεις για τη συνολική του φορολογική υποχρέωση; Πώς μπορεί να διατυπώσει αυτές;
Καταρχήν η φορολογική δήλωση συνιστά υποχρέωση δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο της οποίας η φορολογική Αρχή υποχρεούται να προσδιορίσει τη φορολογική ύλη, η οποία ουδέποτε μπορεί να είναι μικρότερη της δήλωσης. Η παράλειψη υποβολής δήλωσης ή η ανακρίβεια αυτής επιφέρουν ποινικές και διοικητικές κυρώσεις. Η δήλωση, λοιπόν, που κάνουμε στην Εφορία αποτελεί τη γνωστοποίηση των κρίσιμων στοιχείων για την κατάφαση της φορολογικής υποχρέωσης έναντι του Δημοσίου (πόσο δηλαδή θα πληρώσουμε) και ταυτόχρονα αποτελεί τίτλο βεβαίωσης του φόρου.
Ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση (και όχι δικαίωμα) σε περίπτωση που η αρχική φορολογική του δήλωση είχε λάθη ή παραλείψεις να υποβάλει τροποποιητική. Η τελευταία εφόσον υποβληθεί εντός της προθεσμίας της αρχικής δήλωσης επέχει τη θέση της τελευταίας και αμφότερες (αρχική και τροποποιητική) θεωρούνται ότι έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα. Επιπροσθέτως η τροποποιητική δήλωση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε ακόμη και μετά την κοινοποίηση εντολής ελέγχου, αλλά στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται πρόστιμα μειωμένα όμως κατά 40% υπό προϋποθέσεις.
Τί γίνεται όμως στην περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει αμφιβολίες είτε για την υποχρέωση υποβολής δήλωσης είτε για το περιεχόμενο αυτής; Μπορεί να υποβάλει δήλωση με επιφύλαξη. Η τελευταία μπορεί ακόμη και να αφορά το χαρακτηρισμό της φορολογητέας ύλης ή και την υπαγωγή σε άλλη φορολογία ή σε κατηγορία με μειωμένο συντελεστή ή σε σχέση με τυχόν εφαρμοστέες εκπτώσεις και απαλλαγές. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση αν γίνει δεκτή η επιφύλαξη θεωρείται ότι η δήλωση υποβλήθηκε εμπρόθεσμα για αυτήν τη φορολογία ή κατηγορία.
Ωστόσο, η επιφύλαξη δεν μπορεί να είναι γενική και αόριστη. Αντιθέτως θα πρέπει να είναι ειδική και αιτιολογημένη –στην πράξη αποτελεί αυτοτελές δικόγραφο που επισυνάπτεται στη δήλωση –και θα πρέπει να αναπτύσσει ενδελεχώς τους λόγους της επιφύλαξης και τα τυχόν αμφισβητούμενα ποσά (τόσο ως προς το ύψος όσο και ως προς τη φύση των ποσών αυτών). Οι δηλώσεις με επιφύλαξη υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω Διαδικτύου και εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης οφείλουν οι φορολογούμενοι να προσκομίσουν στη ΔΟΥ τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους και τον λόγο της επιφύλαξης, προκειμένου να εκκαθαριστούν οι δηλώσεις και να εκδοθούν οι πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου από τις ΔΟΥ. Σε περίπτωση που τα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεν προσκομιστούν εμπροθέσμως, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται, χωρίς να ληφθεί υπόψη η επιφύλαξη, δεδομένου ότι η επιφύλαξη δεν συνεπάγεται την αναστολή της είσπραξης του φόρου.
Η πορεία της ανωτέρω «δήλωσης με επιφύλαξη» εκκινεί με την εξέτασή της από την αρμόδια φορολογική Αρχή. Η τελευταία δύναται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών είτε να δεχτεί την επιφύλαξη και να διαγράψει το ποσό της φορολογητέας ύλης για την οποία διατυπώθηκε η συγκεκριμένη επιφύλαξη είτε να την απορρίψει. Σε περίπτωση απόρριψης της επιφύλαξης ή παρέλευσης άπρακτης της ανωτέρω προθεσμίας ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Η τελευταία οφείλει να απαντήσει εντός τεσσάρων μηνών. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης ή άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.
Ο Αργύρης Αργυριάδης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και φορολογικός σύμβουλος www.alf.gr