Δεν θα αναφερθώ ειδικά στη Μεσόγειο, παρόλο που θεωρώ ότι είναι η ωραιότερη θάλασσα του πλανήτη μας. Ιδανική θερμοκρασία (όχι σαν τις θάλασσες – σούπες των τροπικών), ο τέλειος κυματισμός (ούτε τα τεράστια κύματα του Ατλαντικού ούτε οι ακύμαντες λίμνες του Ινδικού) με αμμουδιές «φιλικές στις πατούσες» που δεν κατακρεουργούνται από θραύσματα των κοχυλιών όπως στις εξωτικές παραλίες. Διαβάζοντας τα παραπάνω στοιχεία ήρθε στο μυαλό μου μια εκπομπή του Τζέιμι Ολιβερ σε σχολική τάξη στις ΗΠΑ με μαθητές γύρω στα έξι. Τους έδειξε ένα μπουκάλι κέτσαπ και μια ντομάτα. Και τους ζήτησε να συνδέσουν τη λέξη «tomato» με ένα από τα δύο. Ολα τα παιδιά διάλεξαν την κέτσαπ γιατί δεν είχαν δει ποτέ τους φρέσκια ντομάτα. Εντάξει, τα πιτσιρίκια στην Ελλάδα μπορεί να αναγνωρίζουν ακόμη την ντομάτα. Αλλά νομίζω ότι δεν ξέρουν ούτε τη φράπα ούτε το παμπιλόνι με τα οποία έκανε ωραιότατα γλυκά η γιαγιά μου. Οπως εμείς δεν είχαμε φάει ποτέ τζίτζιφα (από εκεί προέρχεται το τοπωνύμιο Τζιτζιφιές) για τα οποία μας είχαν πρήξει οι μεγαλύτεροι.
Εχοντας ζήσει σε μια εποχή που η οικολογική ευαισθησία ήταν άγνωστη έννοια και η υπερθέρμανση του πλανήτη ιδέα για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, άργησα σχετικά να συνειδητοποιήσω αυτό το κλισέ μεν, απόλυτη αλήθεια δε. Οτι τη Γη τη δανειστήκαμε από τους προγόνους μας και την κληρονομούμε στους επιγόνους μας. Και η αλήθεια είναι ότι το συνειδητοποίησα όταν διαπίστωσα ότι στην πατρίδα μου τη Σύρο δεν βρίσκεις εύκολα κολιτσιάνους, που παιδιά τους ξεκολλούσαμε από τα βράχια –πάντα με προφύλαξη διότι έτσουζαν, αλλά ήταν εξαιρετική τηγανητή λιχουδιά. Κάπως έτσι καταλαβαίνουμε σιγά σιγά ότι οι θαλάσσιες χελώνες, τα κητώδη, οι κολιτσιάνοι κι εμείς οι ίδιοι είμαστε μέλη της ίδιας «οικο-γένειας». Και όπως έχει πει ο Καρλ Σαγκάν, αν καταστρέψουμε το σπίτι μας, δηλαδή τη Γη, δεν έχουμε πού αλλού να πάμε.