Τώρα δεν είναι όπως τότε. Τα συλλαλητήρια τη δεκαετία του ’90 γίνονταν με την ψευδαίσθηση πως το μήνυμα θα περνούσε τα σύνορα. Ο παραλήπτης ήταν κάπου στο εξωτερικό, η ΠΓΔΜ, οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο, ο Πινέιρο, η διεθνής επιστημονική κοινότητα, η παγκόσμια κοινή γνώμη, η Αμερική –οποιοσδήποτε μπορούσε να ακούσει ότι η Μακεδονία είναι ελληνική, στην αγγλική του εκδοχή φυσικά για να συνεννοούμαστε.
Τα συλλαλητήρια σήμερα δεν έχουν παραλήπτη εκτός συνόρων –είναι αμφίβολο εάν ακόμη οι πιο φανατικοί από τους διοργανωτές πιστεύουν ότι μπορεί το μήνυμα να φτάσει «έξω». Το «όχι» αυτή τη φορά είναι αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης. Και ως εσωτερικής κατανάλωσης, ο παραλήπτης του μηνύματος είναι κυρίως η κυβέρνηση –ή τουλάχιστον το κομμάτι του κυβερνητικού συνασπισμού που εργάζεται για τη λύση της εκκρεμότητας του ονόματος.
Από την άποψη αυτή, και αν εξαιρέσει κανείς τις ψευδαισθήσεις για την εμβέλεια του μηνύματος και τη σαφώς χαμηλότερη ένταση του εθνεγερτικού συναισθήματος, το σήμερα δεν διαφέρει και πολύ από το τότε. Οπως και τότε, έτσι και σήμερα, η κυβέρνηση είναι διχασμένη, η αντιπολίτευση είναι αρνητική, με την γκάμα να ξεκινάει από τις επιφυλάξεις του Κινήματος Αλλαγής και να φτάνει ώς τα εθνικά αντανακλαστικά της ΝΔ και του ΚΚΕ, ενώ η κοινή γνώμη ό,τι δεν λέει με εκείνη την παλιά ζέση στους δρόμους, το λέει απαντώντας από το τηλέφωνο στους δημοσκόπους.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μιας κυβέρνησης που ούτως ή άλλως έχει μάθει να συγκρούεται με την αντιπολίτευση, αλλά αποφεύγει τις συγκρούσεις με το κοινό αίσθημα. Δεν σημαίνουν όμως ότι η κυβέρνηση δεν έχει κάθε λόγο να συντηρεί το θέμα στην επικαιρότητα, να επενδύει στην πολιτική υπεραξία της εκκρεμότητας και στην ικανότητά της να διαμορφώνει την ατζέντα.