Μετά το προσωρινό εμπάργκο προμήθειας στην Τουρκία των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lightning II έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα μια αισιόδοξη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία είναι θέμα χρόνου να προκύψει ολοκληρωτική ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών. Βέβαια, δεν είναι καθόλου απίθανο αυτή η σύγκρουση να μην είναι τίποτε άλλο παρά οι ωδίνες του τοκετού μιας αναγεννημένης τουρκοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης, η οποία θα ταιριάζει στον νέο ρόλο που διεκδικεί η Τουρκία ως μια αυτόφωτη δύναμη ευρασιατικής εμβέλειας σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα. Πάντως, υπάρχει πράγματι σοβαρή πιθανότητα να μην καταλήξουν στο τουρκικό οπλοστάσιο είτε τα «αόρατα» F-35 είτε το ρωσικό σύστημα αεράμυνας S-400.
Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος, η μεγαλύτερη δυνητική στρατιωτική απειλή που προκύπτει από την Τουρκία δεν προέρχεται τόσο από αυτά τα όπλα όσο από ένα πλέγμα συστημάτων που αναπτύσσονται από την πολεμική βιομηχανία της γείτονος, σε συνδυασμό με νέες μεθοδολογίες μάχης. Συγκεκριμένα, η Τουρκία δείχνει να παρακολουθεί στενά τη λεγόμενη «Πυραυλική Επανάσταση» (Missile Revolution) και έχει επενδύσει στην ανάπτυξη μιας ευρείας γκάμας πυραυλικών συστημάτων, που ξεκινούν από βαλλιστικούς πυραύλους και φθάνουν σε πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών. Τα συστήματα αυτά, ενταγμένα σε δικτυοκεντρικά (network centric) πλέγματα, συνδυασμένα με ρομποτικά αεροχήματα (UAV), σκάφη επιφανείας (USV) και υποβρύχια (UUV), που επίσης αναπτύσσει η τουρκική πολεμική βιομηχανία, ενδέχεται σε μερικά χρόνια να είναι σε θέση να διαμορφώσουν πλέγματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD). Ετσι, θα είναι σε θέση να προσβάλουν σε όλο το βάθος και εύρος του Αιγαίου τόσο χερσαίους στόχους όσο και πλοία επιφανείας με κατευθυνόμενους αντιπλοϊκούς πυραύλους (ASBM) ή ρουκέτες μεγάλου βεληνεκούς.
Παρόμοια όπλα και μεθοδολογίες αναπτύχθησαν αρχικώς από την Κίνα και εν συνεχεία και από τον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο της αντίληψης της «Πολυχωρικής Μάχης» (Multi Domain Battle).
Με άλλα λόγια, ο κύριος κίνδυνος για την ελληνική άμυνα είναι να αναπτύξει η Τουρκία ασύμμετρες πολεμικές ικανότητες, οι οποίες εδράζονται σε μια γνώση των διεθνών εξελίξεων στη στρατιωτική επιστήμη καλύτερη της ελληνικής.
Αρα, η Ελλάδα θα πρέπει και αυτή, πρώτα και πάνω απ’ όλα, να επενδύσει στο θεμελιώδες οπλικό σύστημα, στη στρατιωτική επιστήμη, έτσι ώστε να μελετήσει και να απορροφήσει τις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις και να τις προσαρμόσει στις ιδιαιτερότητες του ελληνοτουρκικού συστήματος αντιπαράθεσης. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να αποκτηθούν οπλικά συστήματα, προηγμένης τεχνολογίας μεν, τα οποία όμως θα λειτουργούν στο πλαίσιο απαρχαιωμένων επιχειρησιακών αντιλήψεων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουν να καταστούν αχίλλειες πτέρνες στην ελληνική αμυντική διάταξη.